«Το αμάρτημα της μητρός μου», του Γεώργιου Βιζυηνού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και είναι το πρώτο ελληνικό διήγημα με ψυχογραφικό χαρακτήρα που καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά όρια της ηθογραφίας, εισδύοντας στα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος για δεύτερη χρονιά ανεβάζει με επιτυχία, στη σκηνή το μικρό αυτό αριστούργημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1883. Ο καθηλωτικός μονόλογος με πρωταγωνιστή τον ίδιο, αγαπήθηκε από το κοινό κι εκτιμήθηκε από τους κριτικούς.
Με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει στο θέατρο Radar, είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο για το «Το αμάρτημα της μητρός μου», αλλά και για το τι είναι αυτό που το κάνει σημαντικό ως λογοτεχνικό κείμενο, αλλά και διαχρονικό. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός εξήγησε, επίσης, στο Newsbeast πώς προσεγγίζει ο ίδιος σκηνοθετικά ένα τέτοιο ψυχογραφικό έργο, για τα τραύματα που φέρει ένα παιδί από την απόρριψη της ίδιας της μητέρας του, αλλά και τι είναι αμαρτία.
![](/image/s320x/file/files/1/2025/02/konstantinos-gianakopoulos3.jpg)
– Τι είναι αυτό που κάνει «Το αμάρτημα της μητρός μου» ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Με το διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, εισάγει για πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία, τον κόσμο της ψυχής και του εσωτερικού προβληματισμού, που μέχρι τότε περιορίζονταν μόνο στα στενά πλαίσια της ηθογραφίας. Και το κάνει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο. Έχει την τόλμη να επικοινωνήσει δημόσια το αμάρτημα της δικής του μητέρας, που αποτέλεσε και την αφετηρία του δικού του προσωπικού τραύματος. Κι όλα αυτά μέσα από έναν ασύλληπτο γλωσσικό πλούτο και μια συγγραφική ωριμότητα που ξεπερνά κατά πολύ την μέχρι τότε αντίστοιχη προσπάθεια των ομότεχνών του. Σε αυτό βέβαια συνέλαβαν και οι σπουδές του στην Γερμανία σε Ψυχολογία και Φιλοσοφία. Και μάλιστα με τους κορυφαίους δασκάλους της εποχής του.
– Εσάς τι είναι αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στο έργο, ώστε να το ανεβάσετε στη σκηνή;
Η αλήθεια του. Η αριστοτεχνική πλοκή της ιστορίας. Η ψυχογραφική ακρίβεια με την οποία παρουσιάζονται στο διήγημα τόσο η μητέρα, όσο και ο ίδιος του ο εαυτός. Και μάλιστα ως παιδί, κι όχι μόνο στην ενήλικη μορφή του. Οι εικόνες που δημιουργεί μέσω του λόγου είναι τόσο δυνατές που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Όπως ακριβώς συνέβη σε μένα, αφού η πρώτη μου ενασχόληση με το κείμενο ήταν πριν δέκα χρόνια. Έβρισκα λοιπόν συνεχώς σημεία του έργου που θεωρούσα ότι θα μπορούσαν να είχαν φωτιστεί αλλιώς. Και κάποια άλλα που μου είχαν διαφύγει και θα έπρεπε οπωσδήποτε να βρω τρόπο να τα αναδείξω. Κάπως έτσι, χρόνο με τον χρόνο, μεγάλωνε η ανάγκη μου, ώσπου πήρα τελικά την απόφαση το κάνω.
![](/image/s320x/file/files/1/2025/02/konstantinos-gianakopoulos1.jpg)
– Το έργο έχει ένα ψυχογραφικό χαρακτήρα. Πώς προσεγγίζετε σκηνοθετικά αυτό το ψυχικό ταξίδι;
Σαν μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να φωτίσει τα σκοτάδια του παρελθόντος του, με μια σχετική ετοιμότητα και τόλμη, προκειμένου να τα κατανοήσει, να τα αποδεχτεί και κυρίως να βρει τη δύναμη να συγχωρέσει όλα αυτά που τον πλήγωσαν στο παρελθόν και τον τραυμάτισαν ψυχικά. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί ασφαλώς να έχει την ίδια θερμοκρασία που είχε όταν συνέβησαν τα γεγονότα. Έχει τον απόηχό τους. Έχει και ένα ποσοστό φαντασίας που χρησιμεύει αυτές τις περιπτώσεις για να μπορεί να ανασυνθέσει κανείς το νέο σκηνικό του τραύματος. Γιατί όντως είναι νέο. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο. Ο χρόνος έχει φροντίσει για αυτό. Και αυτός είναι ο λόγος που η ανασύνθεση αυτή, προσεγγίζεται με τρόπο, με ψυχικές και σωματικές κινήσεις που μοιάζουν με αυτές, που χρησιμοποιεί ένα παιδί όταν παίζει με τα παιχνίδια του στο δωμάτιό του. Δίνει στα αντικείμενα πολλές φορές μία νέα ταυτότητα, με δυνατότητες πέρα από την προφανή του υλικού τους. Έτσι όπως αποφάσισα κι εγώ να κάνω στην παράσταση. Να χρησιμοποιήσω αποκλειστικά φυσικά υλικά που δεν έχουν χρόνο. Και χρησιμοποιούνται ως αυτά που είναι ανά τους αιώνες. Και να τους δώσω σχεδόν ερήμην μου καθώς αφηγούμαι, και μία ιδιότητα που δεν έχουν, δημιουργώντας έτσι να φαντασιακό υλικό, εικαστικού χαρακτήρα, που καθόλου δεν παραπέμπει στον ρεαλισμό που ο λόγος προβάλλει. Διαπίστωσα λοιπόν πως αυτό όχι μόνο δεν αφαιρεί τη δυνατότητα του θεατή να ακολουθήσει το λόγο, αλλά του επιτρέπει να διεισδύσει ακόμα βαθύτερα μέσα σ αυτόν και κυρίως πέρα από αυτόν.
Να δημιουργήσει ψυχικές εικόνες. Επιπλέον όλο αυτό γίνεται μέσα από μιαν αίσθηση τελετουργίας, σαν να πρόκειται να επαναληφθεί η αναδρομή αυτή, ξανά και ξανά. Κάτι σαν μία συνεδρία, την οποία θα ακολουθήσουν κι άλλες στο εγγύς μέλλον. Άλλωστε το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο που έχει ο μηχανισμός της δομής του διηγήματος, είναι κάτι που εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, ειδικά στον τρόπο που ο συγγραφέας- αφηγητής ψυχαναλύει επί της ουσίας την μητέρα του, σε εκείνη την σκηνή που την βάζει να εξομολογείται στον ίδιο, το φοβερό της μυστικό.
– Επειδή είναι ένα έντονα συναισθηματικό έργο και μονόλογος, πώς διαχειρίζεστε τα συναισθήματα που προκύπτουν μέσα στην παράσταση;
Γενικά θα έλεγα με μία ελευθερία. Και για να γίνω πιο σαφής, δεν βιάζω κανένα συναίσθημα να προκύψει. Γιατί με αυτή την πράξη θα του έκλεινα την πόρτα. Αυτό που κάνω είναι να χειρίζομαι την αναπνοή μου όσο πιο αβίαστα γίνεται, αφήνοντας να με οδηγήσει εκείνη με ασφάλεια τόσο στις λεπτές αποχρώσεις του λόγου όπου ξεπηδά ο ψυχισμός, όσο και στις σιωπές, που κι αυτές «μιλούν», φέροντας ισχυρές ψυχικές δονήσεις, όπως οι παύσεις, σε μια παρτιτούρα ενός μουσικού έργου.
![](/image/s320x/file/files/1/2025/02/konstantinos-gianakopoulos2.jpg)
– Αλήθεια, πώς είναι να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας;
Βάσανο. Μαζί με αρκετή δόση επικινδυνότητας. Αλλά τελικά γίνεται. Γιατί νόμιζα ότι αυτό είναι κάτι αδιανόητο. Κάτι ανέφικτο. Τελικά όλα γίνονται αρκεί να υπάρχει ισχυρή θέληση. Και ισχυρός λόγος όπως στην περίπτωσή μου. Τι έκανα; Αν και περισσότερο ηθοποιός, είπα να εφαρμόσω.. δυαδικό σύστημα. Και ισονομία. Άφησα λοιπόν και τις δύο ιδιότητες μου να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Ακόμα και να διαφωνήσουν ασφαλώς όπου χρειάζονταν. Είχα πάντα δύο φωνές μέσα μου. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Καθόλου κακό. Αφού η καθεμία το έκανε με τη δική της ιδιότητα και από τη δική της σκοπιά. Με την μόνη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή, καμία φωνή δεν ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα αν είχε δίκιο. Αφού κατοικούσαν στο ίδιο σώμα. Και είχαν κοινό «κέντρο ελέγχου». Εκεί μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι συνεργάτες μου. Οι συντελεστές αυτής της δουλειάς. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη προς εκείνους που αγκάλιασαν με τέτοιο πάθος την ιδέα μου αυτή. Ανάλογα με την ιδιότητά του ο καθένας, με όρεξη, με αφοσίωση, με προτάσεις συμπλήρωνε το δικό του κομμάτι παζλ στην δημιουργία της παράστασης. Που ποτέ, μα ποτέ δεν είναι έργο ενός μόνο ανθρώπου. Γι αυτό πάντα, έχει κάτι πολύ δικό μας, μια παράσταση. Έχει αυτό το συνολικό αποτύπωμα μιας ομάδας που δημιουργήθηκε για έναν σκοπό, έχοντας κοινό στόχο. Και που παραμένει πιστή και προσηλωμένη στον στόχο της αυτόν, ως το τέλος.
– Τι είναι αυτό που κάνει ένα κείμενο του 1883, και γραμμένο στην καθαρεύουσα διαχρονικό και σε ποια σημεία είναι επίκαιρο σήμερα;
Στο γεγονός ότι ασχολείται με τις υπαρξιακές αγωνίες, τους φόβους, τα τραύματα και τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν τους ανθρώπους. Δεν έχουν εποχή αυτά. Κι οι τεχνολογικές ανακαλύψεις, όπως και οι θετικές επιστήμες δεν κατάφεραν να δώσουν μέσα στα χρόνια επαρκείς λύσεις στα θέματα αυτά, ούτε στο ελάχιστο. Γιατί βασίζονται ως επί το πλείστον στα μαθηματικά.
Υπάρχουν όμως και κάποια προβλήματα που δεν λύνονται όπως οι εξισώσεις, δηλαδή με μαθηματικό τρόπο, αλλά κυρίως με πνευματικό. Χρειάζεται κανείς να βρει την δύναμη που έχει κρυμμένη μέσα του. Να ακούει περισσότερο, αντί να κρίνει μόνο. Να βρει τον εαυτό του προσφέροντας. Να συγχωρεί. Να αγαπά. Κι αν αυτά ακούγονται τετριμμένα, ας αναλογιστεί ο καθένας μας, αν υπάρχει κάτι άλλο που μένει, όταν όλα τα άλλα τελειώσουν, εκτός απ’ την αγάπη.
– Για ένα παιδί η απόρριψη της μάνας είναι ένα τραύμα που δεν επουλώνεται ποτέ;
Νομίζω πώς δεν επουλώνεται ποτέ, εντελώς. Μπορεί να κλείσει το μεγαλύτερο κομμάτι του. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Μα θα υπάρχει πάντα μια ουλή που δεν θα σε πληγώνει πια. Και θα μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου. Αλλά να, μπορεί να σε «τραβάει» που και που.
![](/image/s320x/file/files/1/2025/02/konstantinos-gianakopoulos7.jpg)
– Επειδή τελευταία έχει γίνει πολύς λόγος για την «αμαρτία» γενικότερα αλλά και ειδικότερα, ακόμα και σε κοινωνικά θέματα, υπάρχει αμαρτία πιστεύετε; Και τι είναι τελικά, η αμαρτία;
Ετυμολογικά, κατά τους αρχαίους, σημαίνει αστοχία του νου. Αστοχία σε σχέση με αυτό που θεωρείται ηθικό και σωστό. Στην χριστιανική πίστη ο όρος εμπεριέχει την αρχαία σημασία της λέξης και την τοποθετεί στην σφαίρα στην οποία ο άνθρωπος λειτουργώντας άστοχα, απομακρύνεται από τον στόχο του, που δεν είναι άλλος από το να ενωθεί με τον Θεό. Όταν παρεκκλίνει των θεϊκών κανόνων, ο άνθρωπος αστοχεί και αποτυγχάνει. Στην πρώτη περίπτωση, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε χωράει πολλή κουβέντα, καθώς μέσα στους αιώνες, το τι είναι ηθικό και τι όχι, μετασχηματίζεται διαρκώς, όπως μετασχηματίζονται και οι κοινωνικοί νόμοι γενικότερα. Στην χριστιανική παράδοση όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι νόμοι έχουν παραδοθεί από παλιά, είναι θεϊκοί κι όχι ανθρώπινοι. Ως εκ τούτου λοιπόν δεν αλλάζουν. Μένουν αναλλοίωτοι μέσα στο χρόνο, αποτελώντας θεμελιώδεις πνευματικές επιταγές. Το ενδιαφέρον στο «Αμάρτημα της μητρός μου», είναι ότι συνδυάζονται και οι δύο ερμηνείες που προανέφερα. Τόσο δηλαδή αυτής που εμπίπτει στην κοινωνία, όσο και η άλλη που εμπίπτει στις επιταγές της ορθοδοξίας. Η μητέρα δεν μπορεί να παραβλέψει την προτροπή του συζύγου της να αποκρύψει απ’ τον κοινωνικό της περίγυρο, το άτυχο περιστατικό που τη βαραίνει και για το οποίο ούτως ή άλλως η ίδια νιώθει ενοχή, αποδεχόμενη πως αν το έκανε τελικά, η κοινωνία θα στέκονταν σκληρή απέναντι της και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπλύνει την ντροπή της. Από την άλλη, η πίστη της στο θεό είναι τέτοια που θεωρεί πως ο θεός την τιμώρησε ως ανάξια να προστατεύσει το παιδί. Έχουμε την γνωστή πλάνη ενός πιστού, που θεωρεί ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν θεό τιμωρό. Κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει. Εκείνη όμως παγιδεύεται και οδηγείται σε άλλα, πραγματικά αυτή τη φορά αμαρτήματα. Αυτά που τραυματίζουν την παιδική ψυχή του Γιωργή. Και νομίζω πως έτσι, δίνεται η δυνατότητα και στους θεατές, να διακρίνουν καθαρά ποιο ήταν τελικά το πραγματικό αμάρτημα εκείνης της μητέρας.
– Αυτή είναι η δεύτερη χρονιά που ανεβάζετε την παράσταση. Τι σας έχει μάθει μέχρι τώρα «Το αμάρτημα της μητρός μου»;
Μου αποκάλυψε το μεγαλείο ενός ανθρώπου που προσπαθεί να υπερβεί το ψυχικό του τραύμα, όχι προσπαθώντας να το εξαφανίσει, αλλά φέροντάς το. Κουβαλώντας το κάπως όπως ο Χριστός τον σταυρό Του. Κι όλη αυτή η πορεία μαρτυρίου να τον οδηγήσει εν τέλει μέσα απ’ τη συγχώρεση, στο φως. Στην κατανόηση και την αγάπη. Μου έμαθε – και μου μαθαίνει ακόμα, κάθε βράδυ – πόσο σπουδαίο πράγμα είναι, να εξωτερικεύει κανείς αυτό που νιώθει βαθιά μέσα του. Και πόσο συγκινητικό είναι, όταν έχει την δυνατότητα να το μοιράζεται αυτό με κάποιον άλλον. Ή με κάποιους. Στην προκειμένη περίπτωση της παράστασης, με όλους τους θεατές της. Κάτι σαν μία δημόσια ψυχαναλυτική διαδικασία των δύο βασικών ηρώων της, που εμείς την ονομάζουμε παράσταση.
![](/image/s320x/file/files/1/2025/02/konstantinos-gianakopoulos5.jpg)
Λίγα λόγια για το έργο
Η ιστορία ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του αφηγητή- Γιωργή, που σημαδεύονται από την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της μητέρας του να σώσει από το θάνατο, το ασθενικό της κορίτσι. Οι ενοχές της απώλειας ακολούθως, την ωθούν σε δύο αλλεπάλληλες υιοθεσίες νέων κοριτσιών, που γίνονται όμως αιτία να παραμεληθούν τα άλλα τρία ορφανά από πατέρα αγόρια της, και να στερηθούν την μητρική φροντίδα. Όταν μεγαλώνουν και γίνονται πλέον άνδρες, εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν αυτήν την άστοχη εμμονή, της μητέρας τους. Όταν μετά από χρόνια, επιστρέφει από τις σπουδές του στη Γερμανία, ο Γιωργής , έρχεται σε αντίθεση με την μητέρα του ως προς την διατήρηση της δεύτερης ψυχοκόρης της, γεγονός που την οδηγεί στην απόφαση, να του αποκαλύψει το τραγικό μυστικό της.
Συγγραφέας: Γεώργιος Βιζυηνός
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Επί σκηνής: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τρίτη στις 20:00 και Τετάρτη στις 19:30
Διάρκεια παράστασης: 85 λεπτά
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Θέατρο RADAR: Πλατεία Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93 – Νέος Κόσμος (απέναντι από τη στάση Μετρό Άγιος Ιωάννης)