Υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν να φαίνεται εντελώς θαρραλέο το να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Για τον Νιλ Γιανγκ, αυτή δεν ήταν καν επιλογή, ήταν μονόδρομος! Κι αυτό γιατί εδώ και 45 ολόκληρα χρόνια ο σπουδαίος τραγουδοποιός και ερμηνευτής δεν κοντοστάθηκε ποτέ ξεψαχνίζοντας τους δρόμους που μπορούσε να πάρει, καθώς ακολουθούσε πάντα την καρδιά του. Είναι από το είδος των μουσικών που αφήνουν πάντα τους οπαδούς τους να αναρωτιούνται για τις επόμενες κινήσεις τους, καθώς έχει διατρέξει με χάρη ζηλευτή πάμπολλα είδη μουσικής, μπολιάζοντάς τα φυσικά με το ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο στιλ του. Συναισθηματικός, λυρικός αλλά και σκοτεινός ταυτοχρόνως, ο μεγάλος ροκάς συνύφανε τη μουσική του πορεία με την ίδια την εξέλιξη του αμερικανικού ροκ από τη δεκαετία του ’60 ως και τις μέρες μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι ένας σωστός ογκόλιθος της μουσικής, με τις συνεχείς ωθήσεις που δίνει στη μουσική παράδοση της Αμερικής σπέρνοντας φολκ σπόρους στη ροκ διαδρομή του. Και βέβαια παραμένει ένας από τους ελάχιστους μουσικούς του παρελθόντος που γίνεται αποδεκτός από τη νέα γενιά. Τρανό παράδειγμα εδώ είναι το γκραντζ, που όταν ξεκινούσε από το Σιάτλ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 για να κατακτήσει τον κόσμο και να επαναφέρει το ροκ στη θέση που του αξίζει, ο Νιλ Γιανγκ βρήκε μια νέα αγκαλιά στους νεότερους συναδέλφους του, ως «νονός του γκραντζ» πλέον και συνεργαζόμενος ακόμα και με τους Pearl Jam! Ο μόνιμος «ερευνητής» της μουσικής βιομηχανίας με τα 45 χρόνια συνεπούς μουσικής διαδρομής και δημιουργικής ανησυχίας στις πλάτες του, κάτι που τον έκανε να δοκιμάσει μουσικά είδη έξω από τους βασικούς του στόχους, είναι για τους φίλους του μια χρυσή καρδιά γεμάτη μουσική! Σήμερα, με το πρόσωπό του γεμάτο χρόνια, συνεχίζει να μας μαγεύει όσο κι αν μοιάζει με παλιό τροβαδούρο της Άγριας Δύσης ή με τον τρελαμένο θείο μας, αν ο θείος μαςήταν βέβαια μουσική διάνοια! Μιλάμε για τον τύπο που μας χάρισε τα αλησμόνητα και κλασικά πια «Old Man», «Harvest Moon», «Hey Hey, My My», «The Needle and the Damage Done», «Rockin’ in the Free World» και «Heart of Gold», για τον τρελό Καναδό που έχει ήδη περιληφθεί δύο φορές στο Rock and Roll Hall of Fame, για τον καλλιτέχνη που ο μελωδικός ήχος της κιθάρας του και η ακατέργαστη χροιά της φωνής του έχουν ήδη γίνει σήματα-κατατεθέν και κυρίως για τον άνθρωπο που δεν φαίνεται να έχει διάθεση να σταματήσει ποτέ να δημιουργεί… Πρώτα χρόνια Ο Νιλ Πέρσιβαλ Γιανγκ γεννιέται στις 12 Νοεμβρίου 1945 στο Τορόντο του Καναδά ως το δεύτερο από τα παιδιά ενός αθλητικού δημοσιογράφου και της συζύγου του. Ο μικρός μεγαλώνει στην επαρχιακή Μανιτόμπα και πριν καλά-καλά καταλάβει τον εαυτό του, ιδρύει την πρώτη του μπάντα! Το σχολικό συγκρότημά του The Jades τον κάνει φίρμα στο Γυμνάσιο και του δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει τόσο το χαρακτηριστικό μελωδικό στιλ της κιθάρας του όσο και τη μοναδική και σχετικά πένθιμη, αν και ακατέργαστη, φωνή του. Ταυτοχρόνως, στα πρώτα του αυτά χρόνια είναι συνεχώς άρρωστος, καθώς ο μικρός διαγνώστηκε από νωρίς με διαβήτη. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1960, οι γονείς του χωρίζουν και είναι ακριβώς το διαζύγιο και οι οικογενειακοί καυγάδες που θα πυροδοτήσουν τη δημιουργική μανία του έφηβου πια Γιανγκ: το 1963 ιδρύει μια φολκ-ροκ μπάντα που αποκαλεί The Squires και εγκαταλείπει οριστικά το σχολείο για να κυνηγήσει το όνειρο!
Μια δραστική κίνηση που φαίνεται ωστόσο να δικαιώνει από την πρώτη στιγμή τον πιτσιρικά, καθώς το πενταμελές συγκρότημα εξασφαλίζει εμφανίσεις στα πέρατα του Καναδά και αρχίζει να ηχογραφεί δοκιμαστικά. Αυτή την πρώιμη εποχή, ο Γιανγκ θα γνωρίσει τον Stephen Stills, ο οποίος περιόδευε επίσης με τη δική του μπάντα, τους Τhe Company, σε μια ευτυχή συγκυρία της μοίρας… Μουσική καριέρα Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γιανγκ είχε ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τους Squires, οπότε και ξεκίνησε να οργώνει τις φολκ σκηνές του Καναδά ως σόλο πια καλλιτέχνης. Περιοδεύοντας για άλλη μια φορά εκτενώς στον Καναδά, αποκτά εμπειρίες και έρχεται σε επαφή με νέα ακούσματα. Την ίδια μάλιστα εποχή, το ροκ συγκρότημα The Guess Who ηχογραφεί ένα από τα κομμάτια του τραγουδοποιού Γιανγκ, το «Flying on the Ground Is Wrong», το οποίο φτάνει στο Top 40 των καναδικών hits. Καθοριστική χρονιά είναι το 1966, όταν ο μουσικός μετακομίζει στις ΗΠΑ με τον μπασίστα Μπρους Πάλμερ: οι δυο φίλοι φορτώνουν όλα τους υπάρχοντα στη μαύρη νεκροφόρα του Γιανγκ(!) και κατηφορίζουν από τον Καναδά στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια. Εκεί είναι που οι δυο πιτσιρικάδες θα ιδρύσουν τους Buffalo Springfield και θα αρχίσουν να γράφουν μουσική ιστορία! Το πενταμελές συγκρότημα ηχογραφεί τον πρώτο και ομώνυμο δίσκο του, στον οποίο περιλαμβανόταν το «For What It’s Worth». Το άλμπουμ πουλάει σαν τρελό και συστήνει τόσο την μπάντα όσο και τον Γιανγκ στο αμερικανικό κοινό. Οι πειραματισμοί του ήχου τους και η δεξιοτεχνία στην εκτέλεση των ορχηστρικών κομματιών τούς κάνουν αμέσως σχεδόν δημοφιλείς στις ΗΠΑ, όπως και τον ίδιο τον Γιανγκ, τον εφευρετικό τραγουδοποιό της παρέας.
Παρά το γεγονός ότι τα μέλη της μπάντας αποξενώθηκαν έπειτα από μόλις δυο χρόνια, πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν άλλα δύο άλμπουμ («Buffalo Springfield Again» το 1967 και «Last Time Around» το 1968), τα οποία ήταν αρκετά για να κάνουν τη βραχύβια μπάντα να περιληφθεί στο Rock and Roll Hall of Fame το 1997! Ο μοναδικός Γιανγκ περιλήφθηκε στο ίδιο Hall of Fame ξανά το 1995, αυτή τη φορά ως σόλο καλλιτέχνης. Πλέον όμως ήταν και πάλι σόλο μουσικός και συνήθιζε τώρα να εμφανίζεται με μια ορχήστρα που ονομαζόταν Crazy Horse. Το 1969 συναντήθηκε και πάλι μουσικά με το μέλος των Springfield, Stephen Stills, και δύο ακόμα μουσικούς, τους David Crosby και Graham Nash, σε ένα σχήμα που κατέληξε στην μπάντα CSN&Y (Crosby, Stills, Nash and Young). Πλέον όμως μπορούσε να εμφανίζεται τόσο σόλο όσο και ως μέλος της CSN&Y, μια συμφωνία που τον άφηνε ελεύθερο να δημιουργεί κατά βούληση. Λίγους μήνες αργότερα, οι CSN&Y λαμβάνουν πρόσκληση για να εμφανιστούν στο περίφημο φεστιβάλ Woodstock, στο οποίο ο Γιανγκ είχε παίξει άλλη μια φορά στο παρελθόν. Η εκεί εμφάνιση, η περιοδεία και η κυκλοφορία του άλμπουμ «Déjà Vu» τους απογείωσε στο πάνθεο της αμερικανικής μουσικής σκηνής! Σε τέτοια μάλιστα επίπεδα που πολλοί έσπευσαν να τους αποκαλέσουν «Αμερικανούς Beatles»…
Η πίεση όμως και οι προσωπικές φιλοδοξίες σύντομα έφεραν την έριδα και την αντιπαλότητα στο εσωτερικό της μπάντας, κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Γιανγκ θα βρεθεί για άλλη μια φορά μόνος. Επέστρεψε έτσι στις σόλο εμφανίσεις και στη χαλαρή αγκαλιά της ορχήστρας Crazy Horse, κυκλοφορώντας αρκετούς δίσκους στα επόμενα 3 χρόνια, από τους οποίους ξεχωρίζει φυσικά ο διαχρονικός «Harvest» του 1972, ένα μουσικό ορόσημο στην εποχή του. Εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά το κλασικότατο κομμάτι «Heart of Gold», το οποίο έμελλε να γίνει το μόνο No 1 hit στην καριέρα του δαιμόνιου ροκά (μέχρι σήμερα τουλάχιστον). Το 1974, οι CSN&Y επανενώθηκαν και κυκλοφόρησαν μια υπερεπιτυχημένη καλλιτεχνικά και εμπορικά συλλογή.
Επόμενος σταθμός το 1979, όταν ο Γιανγκ ηχογραφεί το άλμπουμ «Rust Never Sleeps», το οποίο περιέχει τον ροκ ύμνο «Hey Hey, My My (Into the Black)» και στέλνει τον δημιουργό του στην κορυφή της αμερικανικής μουσικής. Στην επόμενη δεκαετία, ο Γιανγκ πειραματίζεται αφειδώς με μια πληθώρα μουσικών ειδών και στιλ, από ηλεκτρονικά ηχοχρώματα μέχρι και κάουντρι μελωδίες, αν και σχεδόν κανένα δεν γνωρίζει μεγάλη επιτυχία…
Όχι ότι αυτό θα ήταν βέβαια το τέλος των επιτυχιών του! Το 1989 ο Γιανγκ ηχογραφεί τον δίσκο «Freedom», στον οποίο περιλαμβάνει (αν πρέπει να το πούμε) και το κομμάτι «Rockin’ in the Free World». Το κομμάτι λογίζεται πια ως το αρχιμήδειο σημείο του γκραντζ και εξασφαλίζει στον δημιουργό του τον τίτλο του «νονού του γκραντζ», ιδιαίτερα όταν οι Pearl Jam το υιοθετούν στο μουσικό τους οπλοστάσιο και το ερμηνεύουν ζωντανά με τον Γιανγκ στα MTV Video Awards του 1993.
Η δεκαετία του 1990 θα έβρισκε τον Γιανγκ πλήρως απασχολημένο: περιόδευε με τους Sonic Youth και τους Pearl Jam, επανενώθηκε με τους Crazy Horse και ηχογράφησε το «Harvest Moon», το οποίο σηματοδότησε για τον ίδιο τη μεγάλη επιστροφή στις φολκ-ροκ ρίζες του. Η νέα χιλιετία βρήκε τον Γιανγκ να αντανακλά την ψυχή της Αμερικής, τόσο με το πατριωτικό τραγούδι «Let’s Roll», εμπνευσμένο από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, όσο και με το αντιπολεμικό του άλμπουμ «Living with War»… Άλλες δραστηριότητες Από τη δεκαετία του 1980, ο Γιανγκ γνώρισε την προσωπική τραγωδία, όταν και τα δύο του παιδιά χτυπήθηκαν από εγκεφαλική παράλυση. Ως πολυμήχανος κατασκευαστής και συλλέκτης τρένων-μινιατούρων, ο τραγουδοποιός έφτιαξε μια πραγματικά τεραστίων διαστάσεων σιδηροτροχιά στον αχυρώνα της οικίας του ως μέσο επικοινωνίας με τον μικρό του γιο Μπεν. Τα ειδικά χειριστήρια που έφτιαξε ο καλλιτέχνης για τον γιο του έγιναν η βάση για την εταιρία που ίδρυσε Liontech, με τον ίδιο να συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό την έρευνα και την ανάπτυξη της συσκευής του. Η τραγική εμπειρία του με την εγκεφαλική παράλυση των δυο του γιων, αλλά και με την επιληψία από την οποία υποφέρει η κόρη του, ώθησαν τον Γιανγκ και την τότε σύζυγό του Pegi να ιδρύσουν το σχολείο Bridge School στο Σαν Φρανσίσκο για παιδιά με ειδικές ικανότητες. Επιπλέον, είναι εδώ και δεκαετίες ένας από τους διαπρεπέστερους κήρυκες για την προστασία του περιβάλλοντος και τη στροφή στην οικολογία… Τελευταία χρόνια Τον Ιούνιο του 2012, έπειτα από 9 χρόνια απουσίας από τη δισκογραφία, ο Γιανγκ ξαναχτύπησε με τον δίσκο «Americana», πάλι σε συνεργασία με τους μακροχρόνιους συνεργάτες του Crazy Horse. Αυτό ήταν πράγματι το 34ο στουντιακό άλμπουμ του ασίγαστου ροκά, ο οποίος πλέον πειραματίζεται με την ηλεκτρική κιθάρα…
Ο Γιανγκ, που πάντα προκαλεί μουσικά τον εαυτό του και ταυτοχρόνως προκαλεί συναισθηματικά το κοινό του, δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται με τη μουσική, διατρέχοντας με άνεση στιλ και διαχωριστικές γραμμές που είναι για άλλους απαγορευτικές. Ο μουσικός αυτός χαμαιλεοντισμός αλλά και η ταυτόχρονη άρνησή του να παραμείνει σε ασφαλή νερά εδώ και 45 και πλέον χρόνια είναι που σφυρηλάτησαν τη μουσική του διάρκεια, σε μια βιομηχανία που φαίνεται μάλιστα να ακολουθεί σχεδόν ψυχαναγκαστικά τη νεότερη δυνατή μόδα.
Όπως εξάλλου λέει και ο ίδιος για την εξέλιξή του ως μουσικού: «Όσο μεγαλώνω ηλικιακά, τόσο πιο μικρός γίνομαι. Βλέπω άλλα μέρη του κόσμου που δεν έβλεπα πριν. Άλλες οπτικές γωνίες. Βλέπω έξω από τον εαυτό μου όλο και πιο συχνά πια»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr