Το κλασικό γουέστερν Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι και το σπαγγέτι «αδερφάκι» του Για μια Χούφτα Δολάρια χρωστούν στον μεγάλο ιάπωνα σκηνοθέτη μια μεγαλύτερη χούφτα δολάρια…
Κάποτε στη Δύση βρέθηκε ένας σαμουράι. Το ξίφος του είχε μετατραπεί σε εξάσφαιρο και οι κώδικες τιμής του δεν είχαν πλέον καμία αξία, καθώς στο αφιλόξενο περιβάλλον των πιστολιών και των κοντόκανων Winchester του Φαρ Ουέστ οι κλασικές ηρωικές αξίες φάνταζαν αναχρονισμοί.
Ο σαμουράι δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του, αλλά ευτυχώς γι’ αυτόν η ανασυγκρότηση της κινηματογραφικής ιστορίας τον έβγαλε από το «δράμα» του.
Αντικαθιστώντας την ιαπωνική ύπαιθρο με τα άνυδρα και σκονισμένα χωριά του Μεξικού, καθώς και τους περιπλανώμενους σαμουράι με τους ανηλεείς πιστολάδες, οι γιαπωνέζικες πολεμικές ταινίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε γουέστερν: τα αριστουργήματα του Akira Kurosawa Οι Εφτά Σαμουράι (1954) και Yojimbo (1961) μεταμορφώθηκαν έτσι στα κλασικά πλέον Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι (The Magnificent Seven, 1960) του John Sturges και Για μια Χούφτα Δολάρια (A Fistful of Dollars, 1964) του Sergio Leone, αντίστοιχα.
Οι ομοιότητες είναι κάτι περισσότερο από εντυπωσιακές: τα δύο ριμέικ αποτελούν πιστά αντίγραφα των ιαπωνικών «πρωτοτύπων», με μόνη διαφορά την «αναβάθμιση» του ξίφους σε πιστόλι.
Οι απεγνωσμένοι κάτοικοι ενός χωριού προσλαμβάνουν μια ομάδα μαχητών, προκειμένου να τους προστατεύσουν από τις συχνές επιδρομές μιας συμμορίας ληστών. Αν οι υπερασπιστές του χωριού είναι περιπλανώμενοι ρόνιν, τότε πρόκειται για τους Εφτά Σαμουράι, ενώ αν είναι αδίστακτοι καουμπόι, τότε μιλάμε σίγουρα για τους Εφτά Υπέροχους.
Όπως και να έχει, το αμερικανικό ριμέικ του Sturges δεν διαφοροποιείται σε τίποτε άλλο από τον δίδυμο γιαπωνέζο «αδερφό» του: η ιστορία είναι η ίδια, η πλοκή είναι η ίδια, η ταινία όμως δεν είναι ίδια. Οι Εφτά, όσο Υπέροχοι κι αν είναι, δεν μπορούν να συγκριθούν καλλιτεχνικά με το επίτευγμα του Kurosawa. Ο ίδιος ο Kurosawa είχε κάποιες «επιφυλάξεις» για το ριμέικ των Εφτά Σαμουράι και, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «People» το 1980, περιορίστηκε απλώς να δηλώσει ότι «οι πιστολέρο δεν είναι σαμουράι».
Επιπλέον, δεν έλαβε από το χολιγουντιανό στούντιο καμία αποζημίωση για τη δουλειά του, ως σεναριογράφος της πρωτότυπης ταινίας, ενώ καμιά αναφορά δεν γίνεται σ’ αυτόν στους τίτλους των Εφτά Υπέροχων, που παρόλα αυτά παραμένει μια πολύ καλή ταινία.
Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι όταν κυκλοφόρησαν οι Εφτά Σαμουράι στην Αμερική το 1956, ο τίτλος με τον οποίο βγήκε η ταινία στις αίθουσες ήταν Οι Υπέροχοι Εφτά, καθώς οι ιάπωνες παραγωγοί θεώρησαν πώς το αμερικανικό κοινό δεν θα γνώριζε τι σημαίνει «σαμουράι». Γι’ αυτό και Οι Εφτά Σαμουράι αναφέρονται πολλές φορές ως «το Πρωτότυπο Υπέροχοι Εφτά», ένα είδος δικαίωσης για τον δημιουργό του.
Ένας μοναχικός σαμουράι καταφθάνει σε μια πόλη που μαστίζεται από τη σύγκρουση δύο αντίπαλων οικογενειών. Εξωθεί τον πόλεμο των δύο συμμοριών στα άκρα, βοηθά μια οικογένεια να σωθεί και, στο τέλος, αποτελειώνει οτιδήποτε σχεδόν κινείται στα πέριξ. Η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία του 19ου αιώνα και έχει πρωταγωνιστή τον Toshiro Mifune, αν μεταφερόταν στην Άγρια Δύση θα είχε πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood και θα ήταν ένα καλογυρισμένο γουέστερν.
Ο Sergio Leone ξαναγύρισε πράγματι το Yojimbo του Kurosawa, φτιάχνοντας το πρώτο σπαγγέτι-γουέστερν του κινηματογράφου. Οι ομοιότητες μεταξύ του Yojimbo [Σωματοφύλακας, στα ιαπωνικά] και του Για μια Χούφτα Δολάρια δεν περιορίζονται μόνο στην κοινή πλοκή, αλλά η ταινία του Leone είναι αντιγραφή του Yojimbo σκηνή-προς-σκηνή, πλάνο-το-πλάνο.
Έτσι, ο ανώνυμος σαμουράι Toshiro Mifune είναι ο πιστολέρο Άνθρωπος-Χωρίς-Όνομα Clint Eastwood, με μόνη διαφορά την οδοντογλυφίδα του Mifune που αντικαταστάθηκε από το τσιγάρο του Eastwood. Ο Kurosawa δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένος με αυτό που θεωρούσε μια δεύτερη, κατάφωρη, κλοπή του έργου του: θα μηνύσει την εταιρεία του Leone κερδίζοντας τελικά το 15% των εισπράξεων του γουέστερν, μια μεγάλη χούφτα δολάρια δηλαδή.
Με αυτό τον τρόπο, ο «βαρύς», αργός, ασπρόμαυρος ιαπωνικός κινηματογράφος μεταμορφώνεται στη γνώριμη φόρμα της χολιγουντιανής ψυχαγωγίας. Οι επικές ελεγείες του Kurosawa ζυμώνονται με νέα υλικά, μεταμορφώνοντας το ιαπωνικό jidai-geki [ταινίες εποχής με σαμουράι] σε γουέστερν: υπάρχει έτσι ο καλός, ο κακός –ενίοτε και ο άσχημος–, αλλά ως εκεί. Τα στοιχεία που καθιστούν τα έπη του Kurosawa αριστουργήματα θυσιάζονται αναπόφευκτα στο μεταφραστικό εγχείρημα της «δυτικοποίησης» αυτής.
Βέβαια, δεν συμβαίνει και πολύ συχνά ένα ριμέικ μιας κλασικής ταινίας να γίνεται και το ίδιο κλασικό, όπως συνέβη με τα δύο «δάνεια» της ιστορίας μας. Φαίνεται πως, όπως έλεγε και ο Kurosawa, τα καλά γουέστερν αρέσουν σε όλους…