Μια από τις κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης στην Τυνησία που οδήγησε στην πτώση του Μπεν Αλί στις 14 Ιανουαρίου 2011, ήταν η ελευθερία των σκηνοθετών να βγουν στον δρόμο με μια κάμερα και να καταγράψουν την πραγματικότητα της στιγμής.

Έτσι γυρίστηκε, εν μέσω της εξέγερσης, ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά ντοκουμέντα, το 74λεπτο «Όχι πια φόβος» (No more fear), του Μουράντ Μπεν Τσεϊκ, που διαγωνίζεται απόψε στο 13 Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, στον κινηματογράφο Ιντεάλ.
Η ταινία βγαίνει την Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.

«Το να γυρίσουμε μια ταινία χωρίς την επίσημη άδεια του καθεστώτος ήταν για μας πρωτόγνωρη εμπειρία» απάντησε σήμερα ο σκηνοθέτης στους έλληνες δημοσιογράφους όπως επίσης ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας του, γυρίστηκαν τόσες πολλές ταινίες – 11 μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ -, μέσα σε μια χρονιά.

Η ταινία γυρίστηκε στη Λεωφόρο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα στην Τύνιδα, στο επίκεντρο της εξέγερσης και ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από ένα σύνθημα που είχε γραφεί στους τοίχους.

«Συμβολίζει το τείχος του φόβου που είχε υψωθεί στην χώρα και κατέρρευσε, προκαλώντας ντόμινο εξελίξεων» πρόσθεσε η πρέσβης της Τυνησίας στην Ελλάδα Σέμια Ζουάρι, χαιρετίζοντας το πρώτο ντοκιμαντέρ για την εξέγερση της Τυνησίας.

Για τον Μουράντ Μπεν Τσεϊκ, η ταινία είναι «η μικρή συμμετοχή του στην επανάσταση, ένα εργαλείο μέσω του οποίου μπόρεσε να επανακτήσει την ιδιότητά του ως πολίτης». Το καθεστώς είχε κλέψει από τον λαό την περηφάνια του εδώ και πολλές δεκαετίες , είπε ο ίδιος.

«Αναλογιστείτε ότι» συνέχισε, «ο μισός πληθυσμός έπασχε από κατάθλιψη. Αυτό κατέδειξαν τα αποτελέσματα ψυχιατρικών ερευνών, που φυσικά το καθεστώς του Μπεν Αλι είχε απαγορεύσει την δημοσίευση τους. Με τον ίδιο τρόπο που νοσούσε η δική μας χώρα, νοσούσαν οι αραβικές χώρες. Και πηγή της κατάθλιψης ήταν ο φόβος που ασκούν αυτά τα καθεστώτα».

Ο 48χρονος Μουράντ Μπεν Τσεϊκ, ζει μεταξύ Τυνησίας και Ιταλίας, όπου σπούδασε και εργαζόταν ως βοηθός στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η ταινία του «Όχι πια φόβος» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών 2011 και ήταν η πρώτη συμμετοχή της Τυνησίας, μετά από πολύχρονη απουσία.

Οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας, μια δικηγόρος, μια μπλόγκερ και ένας απλός πολίτης, εκπροσωπούν όλους τους Τυνήσιους «που υπερασπίστηκαν τις γειτονιές τους ενάντια στους πλιατσικολόγους και τους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτή η επανάσταση δεν είναι ο καρπός της ένδειας αλλά η κραυγή απόγνωσης μιας γενιάς μορφωμένων ανθρώπων» λέει ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας.