Το 2012, το Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου) του Άλφρεντ Χίτσκοκ ψηφίστηκε από το περιοδικό Sight & Sound ως η «καλύτερη ταινία όλων των εποχών», εκτοπίζοντας από την κορυφή τον «Πολίτη Κέιν». Όμως, 66 χρόνια μετά την πρώτη προβολή, το ψυχολογικό θρίλερ του Χίτσκοκ εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενο και οι απόψεις για το αν πράγματι είναι «η καλύτερη ταινία όλων των εποχών» να διίστανται.
Εξάλλου, και το 1958 όταν έκανε πρεμιέρα η ταινία, εισπρακτικά ήταν μία αποτυχία, ενώ είχε διχάσει τους κριτικούς. Ο Όρσον Γουέλς, μάλιστα (που εκτοπίστηκε με τον Πολίτη Κέιν από το Vertigo, χρόνια μετά ) είχε δηλώσει ότι η ταινία του Χίτσκοκ «είναι ακόμα χειρότερη κι από τον “Σιωπηλό Μάρτυρα”». Πολλοί θεωρούσαν πως η αποτυχία οφειλόταν στην αργή πλοκή, άλλοι στη μεγάλη ηλικία του πρωταγωνιστή, Τζέιμς Στιούαρτ, ο οποίος τότε ήταν 49 ετών. Και άλλοι στο γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά τολμηρή, σκοτεινή και ψυχωτική που δύσκολα μπορούσε να επικοινωνηθεί την εποχή εκείνη στο αμερικανικό κοινό.
Όπως έχει συμβεί και με άλλες ταινίες, έτσι και για το Vertigo η αναγνώριση ήρθε αργότερα. Για να φτάσουμε στο σήμερα και να θεωρείται ένα κλασικό αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου και μία από τις καλύτερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Σε συνέχεια του αφιερώματος στον «μετρ του σασπένς», το αριστουργηματικό Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου) επιστρέφει θριαμβευτικά στις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες με ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες σε 4K από την Summer Classics! Και με αφορμή την επιστροφή αυτή, ανακαλύπτουμε άγνωστες πτυχές της ταινίας που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη, ενώ κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει να δει.
Σύνοψη:
O Σκότι, ένας πρώην ντετέκτιβ της αστυνομίας που πάσχει από ακροφοβία, προσλαμβάνεται για να παρακολουθεί τη Μάντλιν, τη σύζυγο ενός γνωστού του που πιστεύει ότι έχει καταληφθεί από ένα πνεύμα. Η εμμονή του Σκότι με τη Μάντλιν μεγαλώνει καθώς εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην υπόθεση, αποκαλύπτοντας μυστικά και ξετυλίγοντας το μυστήριο της παράξενης συμπεριφοράς της, με τραγικές συνέπειες.
Η καινοτομία του Χίτσκοκ
Το Δεσμώτης του Ιλίγγου εξερευνά θέματα όπως η ταυτότητα, η ενοχή, ο έρωτας, η εμμονή και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης. Ο Τζέιμς Στιούαρτ αποτυπώνει συγκλονιστικά την πτώση του ήρωα από την εξιδανίκευση στην απελπισία, ενώ η Κιμ Νόβακ με την ερμηνεία της προσδίδει στην ταινία μια αίσθηση μεταφυσικής αμφισημίας.
Ο Χίτσκοκ στην κορυφή της δημιουργικότητάς του ενισχύει την αίσθηση του μυστηρίου και της έντασης με αριστοτεχνική χρήση των χρωμάτων και των σκηνικών, ενώ η μουσική επένδυση του Μπέρναρντ Χέρμαν δημιουργεί ένα ηχητικό τοπίο που είναι εξίσου σημαντικό με την οπτική αφήγηση.
Επιπλέον, η ταινία φημίζεται και για την πρωτοποριακή καθιέρωση του dolly zoom, ενός οπτικού εφέ που με ταυτόχρονη χρήση του zoom in και της κίνησης της κάμερας προς τα πίσω στρεβλώνει την προοπτική δημιουργώντας σύγχυση, προσομοιώνοντας έτσι την αίσθηση του ιλίγγου. Κλασική έχει γίνει και η αφίσα της ταινίας, όπου ο εξαιρετικός γραφίστας Saul Bass χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά σπιράλ μοτίβα.
10 άγνωστες πτυχές της ταινίας
- Ο Τζέιμς Στιούαρτ ήταν 49 χρονών όταν γυρίζονταν η ταινία και η Κιμ Νόβακ μόλις 24, με τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές να είναι τα 25 έτη. Δεν τη λες και μικρή.
- Όταν έκανε πρεμιέρα η ταινία το 1958, ξεκίνησε μεγάλη συζήτηση για την επιλογή των λέξεων καθώς οι ειδικοί υποστήριζαν ότι το έργο βοηθά στη σύγχυση των εννοιών «ίλιγγος», «ακροφοβία» και «υψοφοβία». Πάντως, η λέξη «vertigo» αναφέρεται στην ταινία μόνο μια φορά στην αρχή, όταν ο Σκότι συζητά με την Μιτζ.
- Ο ρόλος της Κιμ Νόβακ αρχικά προοριζόταν για την Βέρα Μάιλς, η οποία τελικά συμμετείχε ως Λάιλα Κρέιν στην «Ψυχώ» δύο χρόνια μετά. Η αγαπημένη, πάλι, του Χίτσκοκ και μόνιμα πρώτη επιλογή του, Γκρέις Κέλι, είχε ήδη αποσυρθεί από την υποκριτική, καθώς είχε παντρευτεί τον πρίγκιπα του Μονακό, Ρενιέ.
- Σε γενικές γραμμές η Κιμ Νόβακ είχε λάβει καλές κριτικές, όμως, φαίνεται πως ο Χίτσκοκ είχε διαφορετική άποψη, αφού μετά από λίγα χρόνια, δήλωσε πως η νεαρή ηθοποιός ήταν λάθος επιλογή για τον ρόλο.
- Πάντως, η Νόβακ σε ολόκληρη τη δίωρη ταινία, μιλάει μόλις στο 1/3 αυτής!
- Σε συνέντευξή της η Κιμ Νόβακ είχε αποκαλύψει πως ως Τζούντι δεν φορούσε σουτιέν (ήταν και η αιτία για αμέτρητους καβγάδες με τον Χίτσκοκ) και πως αυτό την έκανε να αισθάνεται πολύ πιο ελεύθερη.
- Ο Χίτσκοκ δεν άφηνε ποτέ τίποτα να πέσει κάτω. Έτσι, όταν σε μία συνέντευξη τού είχαν σχολιάσει για τη Νόβακ πως ήταν ιδανική για τον ρόλο, επειδή: «αναδίδει έναν ζωώδη αισθησιασμό, εξαιτίας των κόκκινων μαλλιών της, του μακιγιάζ και ίσως του ότι δεν φοράει σουτιέν», ο σκηνοθέτης είχε απαντήσει: «πράγματι, δεν φοράει σουτιέν, πράγμα για το οποίο άλλωστε περηφανεύεται».
- Ο Χίτσκοκ, όπως το συνήθιζε, εμφανίζεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα, φορώντας γκρι σακάκι και κρατώντας μια θήκη μουσικού οργάνου, ενώ περνάει μπροστά από το ναυπηγείο του Γκάβιν Έλστερ στο Σαν Φραντσίσκο.
- Ο σκηνοθέτης ξόδεψε μία ολόκληρη εβδομάδα για να πετύχει το σωστό φωτισμό στη σκηνή όπου η Μάντλεν κοιτάζει με προσήλωση το πορτραίτο της Καρλότα Βάλντεζ.
- Η ταινία ήταν τελικά υποψήφια για 2 Όσκαρ, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Ήχου, αλλά δεν κέρδισε κανένα από τα δύο.
Πληροφορίες
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Σενάριο: Άλεκ Κόουπελ, Σάμιουελ Α. Τέιλορ (βασισμένο σε μυθιστόρημα του Μ. Νάρσεζακ)
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Στιούαρτ, Κιμ Νόβακ
Μουσική: Μπέρναρντ Χέρμαν
Φωτογραφία: Ρόμπερτ Μπερκς
Έτος Παραγωγής: 1958
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Διάρκεια: 128 λεπτά
Διανομή: Summer Classics
Από τις 18 Ιουλίου στα θερινά σινεμά