Ήταν το 1948, όταν ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο «μετρ του σασπένς» αποφάσισε να κάνει κάτι το τολμηρό και πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη: να γυρίσει μία ολόκληρη ταινία σε μονοπλάνο. Και τα κατάφερε, γράφοντας ιστορία και ανοίγοντας τον δρόμο στους νεότερους κινηματογραφιστές.

Η ταινία ήταν η Θηλιά (Rope, 1948), ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ, που ειδικά για εκείνη την εποχή με τα πενιχρά τεχνολογικά μέσα, ο Χίτσκοκ πέτυχε ένα κινηματογραφικό θαύμα. Γιατί, βλέποντας την ταινία, ο θεατής έχει την εντύπωση πως παρακολουθεί ένα συνεχές πλάνο (στην πραγματικότητα αποτελείται από δεκάλεπτα μονοπλάνα, λόγω των τεχνικών περιορισμών της εποχής).

Ωστόσο, ήταν και η ίδια η υπόθεση της ταινίας που είχε προκαλέσει αίσθηση, αφού ήταν βασισμένη σε μία αληθινή ιστορία, στο «έγκλημα του αιώνα» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο αμερικανικός Τύπος τη δεκαετία του ’20 και αφορούσε στη δολοφονία που είχαν διαπράξει δύο πλούσιοι φοιτητές, ο Νέιθαν Λέοπολντ και ο Ρίτσαρντ Λεμπ.

Η ανατριχιαστική αληθινή ιστορία της Θηλιάς

Ήταν πριν από έναν αιώνα, όταν οι πλούσιοι φοιτητές από το Σικάγο, Νέιθαν Λέοπολντ και Ρίτσαρντ Λεμπ προσπάθησαν να διαπράξουν το τέλειο έγκλημα, δολοφονώντας τον 14χρονο Μπόμπι Φρανκς.

Ο 19χρονος Λέοπολντ απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Σικάγο και ο 18χρονος Λεμπ φοιτητής Ιστορίας στο ίδιο πανεπιστήμιο ήταν παιδικοί φίλοι και παιδιά πλούσιων οικογενειών. Στις 21 Μαΐου 1924, ύστερα από σχεδιασμό μηνών, οι δύο φοιτητές παρέσυραν τον 14χρονο Μπόμπι Φρανκς, μακρινό ξάδελφο του Λεμπ, σε ένα αυτοκίνητο. Ένας από τους δύο τον σκότωσε, χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί ποιος το έκανε, κρύβοντας τη σορό σε μία απομονωμένη περιοχή.

Στη συνέχεια, προσπάθησαν να καλύψουν κάθε ίχνος που θα οδηγούσε στην αποκάλυψη της δολοφονίας, ενώ με ψεύτικα στοιχεία προσπάθησαν να παραπλανήσουν την αστυνομία. Έτσι, έφτιαξαν το σενάριο της απαγωγής, ζητώντας μάλιστα από την οικογένεια του 14χρονου παιδιού, λύτρα.

Ωστόσο, το πτώμα βρέθηκε την επόμενη μέρα, με το σχέδιο της απαγωγής να ναυαγεί. Επιπλέον, ο Λέοπολντ είχε ξεχάσει στον τόπο του εγκλήματος ένα ζευγάρι γυαλιά. Το συγκεκριμένο εύρημα ήταν αρκετό για την αστυνομία για να φτάσει τελικά στον 19χρονο φοιτητή, ο οποίος ομολόγησε το έγκλημα.

Οι λεπτομέρειες που είδαν το φως της δημοσιότητας τις επόμενες ημέρες, σόκαραν την κοινή γνώμη, κυρίως για το κίνητρο που οδήγησε τους δύο νέους στο φρικτό έγκλημα. Οι ίδιοι με απίστευτη κυνικότητα, χαρακτήρισαν τη δολοφονία του 14χρονου ως μία «διανοητική άσκηση», που υπαγορεύτηκε από τις πεποιθήσεις τους για τον Übermensch- τον υπεράνθρωπο που διερευνούσε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Οι δύο φοιτητές έβλεπαν τους εαυτούς τους ως άτομα πάνω από τους ανθρώπους με τη συμβατική ηθική, που θα μπορούσαν να φτάσουν στα όρια του υπεράνθρωπου μέσω του φόνου.

Η δίκη ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1924 με τα Μέσα Ενημέρωσης των ΗΠΑ να μιλάνε για το «έγκλημα του αιώνα». Οι δύο νεαροί δολοφόνοι ομολόγησαν την ενοχή τους και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, συν 99 χρόνια. Κλείστηκαν σε διαφορετικές φυλακές και οι συγγενείς τους φρόντισαν να μείνουν μακριά τους. Ο Λεμπ δολοφονήθηκε από έναν συγκρατούμενό του το 1939, ενώ ο Λέοπολντ κατάφερε να πάρει χάρη το 1958. Μετά την αποφυλάκισή του, προτίμησε να ζήσει στην ανωνυμία και το μόνο που γνωρίζουμε για εκείνον, είναι πως πέθανε το 1971.

Ο Χίτσκοκ δημιούργησε ένα αριστούργημα

Το «έγκλημα του αιώνα» επηρέασε την κοινή γνώμη, αλλά και την ίδια την κουλτούρα της χώρας. Ειδικά, το κίνητρο που ώθησε τους δύο φοιτητές στη δολοφονία, έφτασε στο σημείο ακόμα και να γοητεύσει κάποιους συγγραφείς. Ο Πάτρικ Χάμιλτον, αν και ποτέ δεν παραδέχτηκε επισήμως ότι το θεατρικό του έργο Rope, αφορούσε στην υπόθεση (είχε αλλάξει την αφήγηση), η επιρροή είναι εμφανής.

Σχεδόν, δύο δεκαετίες μετά ο Χίτσκοκ αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία στη μεγάλη οθόνη, κάνοντας κάτι πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη, σοκάροντας το κοινό και δημιουργώντας πρωτόγνωρα συναισθήματα. Σχεδίασε και χορογράφησε σχολαστικά κάθε κίνηση της κάμερας και των ηθοποιών, αφού η ταινία διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο μέσα σε ένα διαμέρισμα, στο ίδιο μέρος όπου οι δολοφόνοι έκρυψαν το πτώμα και κάλεσαν σε δείπνο τους φίλους και την οικογένεια του θύματος.

Η κάμερα «βυθίζει» τον θεατή σχεδόν ως συνένοχο σε αυτό το διαταραγμένο σκηνικό και αναδεικνύει τον αριστοτεχνικό έλεγχο του Χίτσκοκ στον χώρο, την κίνηση και την ύψιστη κινηματογραφική ένταση. Η μαεστρία του σκηνοθέτη ενισχύεται από την κινηματογράφηση, με τον έντονο φωτισμό του διαμερίσματος και τα κοντινά πλάνα να προσδίδουν στο σκηνικό μια δυσοίωνη, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα καθώς η νύχτα εξελίσσεται, αλλά και από τη στοιχειωτική μουσική επένδυση, με το χαρακτηριστικό κομμάτι του Φρανσίς Πουλένκ να δίνει τον τόνο, αποτυπώνοντας τον υποβόσκοντα τρόμο.

Η Θηλιά, μέχρι και σήμερα, παραμένει μια ανησυχητικά διαχρονική μελέτη του αμοραλισμού, και έχει εδραιώσει τη φήμη της ως ένα από τα πιο καινοτόμα και ολοκληρωμένα έργα του «μετρ του σασπένς».

Σύνοψη

Δύο νεαροί, ο Μπράντον Σο και ο Φίλιπ Μόργκαν, στραγγαλίζουν τον πρώην συμμαθητή τους, Ντέιβιντ, στο διαμέρισμά τους στο Μανχάταν. Διαπράττουν το ανατριχιαστικό έγκλημα ως διανοητική άσκηση: Θέλουν να αποδείξουν την «ανωτερότητά» τους διαπράττοντας τον «τέλειο φόνο» και μετά να το γιορτάσουν στον ίδιο χώρο με ένα δείπνο, που όμως δεν θα πάει καθόλου όπως θα ήθελαν…

Η Θηλιά (Rope, 1948)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Σενάριο: Άρθουρ Λόρεντς, Χιουμ Κρόνιν, Μπεν Χεχτ (βασισμένο σε θεατρικό έργο του Πάτρικ Χάμιλτον)
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Νταλ, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ
Διάρκεια: 80 λεπτά
Εικονογράφηση ελληνικής αφίσας: Κώστας Γούναρης
Διανομή: Summer Classics

Επιστρέφει στις αίθουσες σε ψηφιακή αποκατάσταση 4K από τη Summer Classics από τις 13 Iουνίου

Δείτε περισσότερες ταινίες της Summer Classics για φέτος το καλοκαίρι: summercinemas.gr