«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία, θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο. Κάθε χρόνο, το Μάρτη, μια οικογένεια κουρελιάρηδων τσιγγάνων, έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και με μεγάλη φασαρία, με σφυρίχτρες και νταούλια, επιδεικνύει τις καινούριες εφευρέσεις. […]». Αυτές είναι οι αρχικές πληροφορίες που λαμβάνει ο αναγνώστης καθώς ανατρέχει στην πρώτη σελίδα του αφηγηματικού μυθιστορήματος, του έργου που καθιέρωσε τον όρο «μαγικός ρεαλισμός», το «100 χρόνια Μοναξιά» του βραβευμένου με νόμπελ (1982), Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Από τους πρώτους κιόλας στίχους έχουμε μεταφερθεί στο φανταστικό Μακόντο, στο χωριό αυτό της Λατινικής Αμερικής. Εκεί παρακολουθούμε τις δεκάδες ηρωίδες και ήρωες του Μάρκες, τους αναρίθμητους Αουρελιάνο, Χοσέ και Αρκάδιο, τις γεννήσεις τους, τους θανάτους τους, τους πολέμους και τους έρωτές τους. Παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας που εκτείνεται από τους γενάρχες, τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και τη σύζυγό του Ούρσουλα σε πλήθος απογόνων, με κεντρικό ήρωα τη μορφή ενός αγωνιστής της ελευθερίας, του συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία. Στο μυθικό χωριό Μακόντο, μεγαλώνουν επτά γενιές της οικογένειας Μπουενδία- Ιγιουραν, η οποία βαρύνεται από μια μακρινή προφητεία, μια τραγική συνέπεια μιας ακόλαστης πράξης. Όλα τα μέλη της οικογένειας είναι καταδικασμένα στη μοναξιά εξαιτίας μιας και μόνο πράξης, μιας αιμομιξίας. Η απίθανη ιστορία της οικογένειας Μπουενδία-Ιγουαράν, με τα θαύματά της, τις φαντασίες της, τις έμμονες ιδέες της, τις τραγωδίες, τις αιμομιξίες, τις μοιχείες, τις επαναστάσεις, τις ανακαλύψεις και τις καταδίκες της αντιπροσωπεύει, παράλληλα, το μύθο και την ιστορία, την τραγωδία και τον έρωτα ολόκληρου του κόσμου Η ιστορία αναμειγνύεται με την φαντασία. Ενοράσεις, μετεωρίσεις, όνειρα, τέρατα, ζωντανοί νεκροί, ιπτάμενα χαλιά, φαινόμενα ακινητοποίησης του χρόνου και μετάθεσης παρελθόντος – παρόντος αναμιγνύονται με τη ρεαλιστική περιγραφή. «Οργάνωσε τριάντα δύο ένοπλες εξεγέρσεις και τις έχασε όλες. Απόκτησε δεκαεφτά αρσενικά παιδιά από δεκαεφτά διαφορετικές γυναίκες που εξοντώθηκαν όλα το ένα μετά το άλλο μέσα σε μια και μόνη νύχτα πριν το μεγαλύτερο φτάσει στην ηλικία των τριανταπέντε χρόνων. Ο ίδιος επέζησε μετά από δεκατέσσερις απόπειρες δολοφονίας, εβδομήντα τρεις ενέδρες κι ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Έζησε, παρ’ όλο που ήπιε με τον καφέ του μια δόση στρυχνίνης, που θα ήταν αρκετή για να σκοτώσει ένα άλογο»… Η τραγική πορεία αυτού του ήρωα της ελευθερίας, του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, που κατευθύνεται από όλες τις διακυμάνσεις και προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει η ανθρώπινη φύση, καταφέρνει να δώσει στον αναγνώστη την ασύλληπτη εικόνα του προσωπικού ολοκληρωτικού εκμηδενισμού. Η πορεία από την υπέρτατη προσφορά στο σημείο της έσχατης φθοράς βρυχάται με μαγικό ρεαλισμό που είναι ικανός να συγκινήσει μέχρι δακρύων. «Τα πράγματα έχουν την δική τους ζωή… φτάνει να ξυπνήσεις την ψυχή τους». Στην ουσία βέβαια κεντρικός ήρωας είναι το σύμπαν της μοναξιάς, ένα σύμπαν με αιώνια διάρκεια που περικλείει μέσα του όλους εμάς σε μια σχέση αλληλένδετη, αίτιου αιτιατού γεννώντας το ερώτημα «είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την μοναξιά μας»; Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ξεσηκώνεται από τις τσιγγάνικες ανακαλύψεις, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και όλες εκείνες τις εφευρέσεις του σοφότρελου Μελκίαδες, τα μυστικά των σοφών της Μακεδονίας ή της Βαβυλώνας, άλλοτε αγοράζοντας μαγνήτες του τσιγγάνου για να εξάγει από τα σπλάχνα της γης χρυσάφι κι άλλοτε προσπαθώντας να κάνει το μόλυβδο, χρυσό. Μέσα από την προσωπικότητα του Χοσέ όμως, ο μάγος των παραστάσεων Μάρκες, σκιαγραφεί με γλαφυρότητα όλες τις χαρακτηριστικές μορφές της μοναξιάς. Στην αρχή η μοναξιά είναι υπόκωφη, έρχεται αργά με την υπομονή ενός σκακιστή αλλά και τη διαχυτικότητα της επιδημίας της αϋπνίας, που κόλλησε όλο το χωριό από την Ρεβέκκα. Μετά ως ύποπτη κρύβεται πίσω από τις τρελές εφευρέσεις κι αφαιρέσεις του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ή μέσα στα δέρματα των σωμάτων και των ανομολόγητων ερώτων. Αργότερα παίρνει τη μορφή πελώριου σπιτιού που στεγάζει για εκατό ολόκληρα χρόνια όλους τους Αουρελιάνο Μπουενδία που γεννήθηκαν με ανοιχτά μάτια και ανέδυαν ένα εκτυφλωτικό φως, όπως και όλους τους Χοσέ Αρκάδιο και την άστατη κι ανυπόμονη φύση τους. (απόσπασμα από το literature.gr) Η μοναξιά μοιάζει ακόμα και με το νεκροσάβανο, με τους ανεκπλήρωτους έρωτες της Αμαράντα και ψηλαφίζεται πάνω στις σκονισμένες κούκλες της Ρεμέδιος, στην παρουσία του φαντάσματος του Προυδένσιο Αγκιλάρ, εισβάλλοντας παντού, όπως τα μυρμήγκια και οι κίτρινες πεταλούδες. Είναι εκείνη που ξεπερνάει τα πάντα, υπερτερώντας μέχρι και του θανάτου και της τιμωρίας. Η φύση της άλλωστε δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες αφού δεν γεννιέται κάποια αόριστη στιγμή, προϋπάρχει. (απόσπασμα από το literature.gr) «Η Μοναξιά, όμοια κι εκείνη με πάγο, κρύφτηκε μέσα στα πιο τρελά του όνειρα για να γίνει πιο επίμονη στην πορεία, όταν τρελός πια και δεμένος στον κορμό της καστανιάς έχει επαφή μόνο με το φάντασμα του εχθρού του […[ Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ‘ εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν‘ αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του». «Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί» Ο Αουρελιάνο Μπουενδία όμως θα καταφέρει να αγγίξει τον «πάγο», περισσότερο διστακτικά, γιατί η δική του Μοναξιά κρύβεται μόνο στην αμαρτωλή περηφάνια του, στα χρυσά ψαράκια που έλιωνε και ξανάφτιαχνε στο αργυροχρυσοχοΐο του. Και μόνο όταν την συνειδητοποιήσει θα αφήσει την τελευταία του πνοή. «Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου». Όλα υποτάσσονται στη σιωπή, όλα μένουν τα ίδια κι όλα συγχρόνως αλλάζουν. Οι ήρωες διαμορφώνονται και συνθλίβονται, από μια μοίρα αδυσώπητη κι αδίστακτη. Η αγάπη διαπραγματεύεται, εξαθλιώνει, διαπερνά και ομορφαίνει ταυτόχρονα, την ώρα που οι ήρωες μικραίνουν και μεγαλώνουν καθώς ο χρόνος κυλά. (απόσπασμα από το literature.gr) Το «Εκατό χρόνια μοναξιά» το διασημότερο έργο του νομπελίστα Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel Garcia Marquez), ο οποίος γεννήθηκε το 1928 και πέθανε το 2014, εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Μπουένος Άιρες το 1967. Στην ουσία πρόκειται για την τοιχογραφία ενός λαού, μιας εποχής, μιας συγκλονιστικής συλλογικής εμπειρίας, μιας μοίρας που αν και της προσδίδεται κολομβιανή ταυτότητα δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια της Κολομβίας. Εκτείνεται σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική που παλεύει αιώνες στην προσπάθειά της να ανακαλύψει μια διέξοδο και πολλές φορές έξω κι από αυτή. Ο ήρωας ξεκινά από την υπέρτατη προσφορά για να καταλήξει στην στιγμή της έσχατης φθοράς και της προσωπικής ολοκληρωτικής εκμηδένισης. Τα ανθρώπινα και καθημερινά δίνουν την θέση τους στα μεγάλα στα εκπληκτικά με μια ικανότητα μοναδική. Η πραγματικότητα δένεται με στοιχεία μυθολογικά με φαντασιακές μεταλλαγές, με μετουσιώσεις ενός βαθύτατα ταραγμένου και βασανισμένου συλλογικού συνειδητού που κάθε φορά έρχεται να υποδηλώσει την δυνατότητα ενός νοήματος μιας απώτερης σημασίας. Η γλώσσα απαράμιλλη με εκείνη ενός Χέμινγουεϊ καταφέρνει να περιγράψει αυτή την εμπειρία καταπίεσης, εσωτερικής και εξωτερικής και βοηθά να τελεσιδικήσει ανέλπιδα και αποφασιστικά αυτός ο βαρύς φόρος αίματος στο τέλος. Σύμφωνα με τον μεγάλο Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» είναι ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη στην ισπανική γλώσσα μετά τον «Δον Κιχώτη», του Θερβάντες. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί στην ουσία θεματικά μια ενότητα με τρία άλλα προηγούμενα μυθιστορήματα του συγγραφέα και με δύο από τις συλλογές διηγημάτων. Είναι το βασικό σκηνικό όπου εμφανίζονται, ολοκληρώνονται ή συμπληρώνονται οι ιστορίες και οι ήρωες. Εδώ ολοκληρώνεται το δράμα του Συνταγματάρχη που δεν έχει κανέναν να του γράψει και τον συναντούμε, νεαρό ακόμα, να παραδίδει την περιουσία του επαναστατικού στρατού και να παίρνει την απόδειξη από το χέρι του ίδιου του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Μαθαίνουμε το τέλος της ιστορίας από τα Ανεμοσκορπίσματα και βλέπουμε τους ήρωες της Κακιάς Ώρας να ξαναζούν στο πρόσωπο του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία. Συναντούμε περαστικά την Αθώα Ερέντιρα και την άσπλαχνη γιαγιά της και γνωρίζουμε τη μοναξιά της εξουσίας, τη μοναξιά του μίσους και του πολέμου και πως οι λαοί που καταδικάστηκαν «σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη». Ο ίδιος ο συγγραφέας στο λόγο που έβγαλε στην απονομή του βραβείου Νόμπελ μίλησε για τη μοναξιά της Λατινικής Αμερικής και ζήτησε από τ’ ανεπτυγμένα κράτη να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτούς τους λαούς, ιδιαίτερα στις μέρες που αγωνίζονται για την πολιτική τους αυτονομία. «[..]Ωστόσο, προτού φτάσει στον τελευταίο στίχο είχε καταλάβει πως δεν θα έβγαινε ποτέ από εκείνο το δωμάτιο, γιατί η πόλη με τους καθρέφτες ( ή τους αντικατοπτρισμούς) ήταν προορισμένη να σαρωθεί από τον άνεμο και να εξοριστεί απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, τη στιγμή που ο Αουρελιάνο Μπαμπιλόνια θα τελείωνε την αποκρυπτογράφηση των περγαμηνών κι όλα όσα ήταν γραμμένα σ’ αυτές ήταν ανεπανάληπτα από αμνημονεύτων χρόνων και για πάντα, γιατί οι γενιές οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη»… Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»