«Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγόνων μου. Άμαρτημά μου εσύ, ψυχή μου. Λο – λί – τα: η ακρούλα της γλώσσας να έρπει τρεις φορές, τρία βήματα στον ουρανίσκο πριν ραπίσει, τρις, τους κοπτήρες. Λο. Λί. Τα.
Λο, σκέτη Λο, τα πρωινά, ένα σαράντα εφτά και με χαμένη τη μια κάλτσα. Λόλα με το παντελονάκι. Ντόλυ στο σχολείο. Ντολόρες στο χαρτί, στη διακεκομμένη γραμμούλα. Μα στην αγκαλιά μου πάντοτε Λολίτα.
Είχε άραγε προάγγελο; Και βέβαια, και βέβαια είχε. Μπορεί δε κάλλιστα να πεις πως ίσως να μην είχε υπάρξει αυτή η Λολίτα αν πρώτα εγώ δεν είχα αγαπήσει, ένα καλοκαίρι, μια κάποιαν αρχική παιδίσκη. Σ’ ένα βασίλειο στην ακτή. Μα πότε, πότε; Σε χρόνια τόσα προτού η Λολίτα γεννηθεί όσο ήμουν ο ίδιος το καλοκαίρι εκείνο. Μπορείς να ελπίζεις πάντα από χέρι δολοφόνου μιαν εκζήτηση στο ύφος της αφήγησης.
Αξιότιμοι κύριοι ένορκοι, τεκμήριο πρώτο, αυτό που τα σφαλερά, ουράνια σεραφείμ, τα απλοϊκά, τα ευγενή κι ολόφτερα σεραφείμ, φθονήσανε. Ενώπιόν σας ένα ακάνθινο κουβάρι».
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
διαβάζει ο αναγνώστης στις πρώτες γραμμές του βιβλίου «Λολίτα», του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, που απαγορεύτηκε και συκοφαντήθηκε, που λατρεύτηκε όσο μισήθηκε για να κερδίσει εν τέλει τις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών περιγράφοντας μια απ’ τις πιο συγκλονιστικές ερωτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ.
Ο καταραμένος έρωτας του «ποιητή και παιδόφιλου», όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του, Χάμπερτ Χάμπερτ – αφηγητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου για την Ντολόρες – Λολίτα – Χέιζ, την ανήλικη μοναχοκόρη της σπιτονοικοκυράς του, είναι το κεντρικό θέμα του. Η εκπλήρωσή του βέβαια τον οδηγεί σε έναν απελπισμένο αγώνα να την κατακτήσει αποτέλεσμα του οποίου είναι η καταστροφή και των δύο.
Πατριός-Πυγμαλίων και «αιμομικτικός» εραστής, βλέπει απελπισμένος το νυμφίδιο να μεγαλώνει, να μεταμορφώνεται σε πεταλούδα:
«Ηξερα ότι είχα ερωτευθεί τη Λολίτα για πάντα• αλλά επίσης ήξερα ότι δεν θα ήταν για πάντα Λολίτα. Θα γινόταν δεκατριών χρονών την 1η Ιανουαρίου. Σε δυο περίπου χρόνια θα έπαυε να είναι νυμφίδιο και θα γινόταν “κοπέλα” και μετά “φοιτήτρια” – αυτή η υπέρτατη φρίκη».
Το πάθος του για το «νυμφίδιο», όπως την ορίζει, είναι στην ουσία ο απόηχος ενός μηδέποτε εκπληρωθέντος έρωτα για την Ανναμπελ, μια παιδούλα που είχε γνωρίσει, όντας ο ίδιος παιδί, σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Μεσογείου. Η απώλειά όμως της Άνναμπέλ έμελε να σφραγίσει για πάντα τη φύση του αφηγητή από΄τα μικράτα του μετατρέποντάς τον σε ισόβιο κυνηγό κι εραστή κορασίδων.
Το μυθιστορημα σοκάρει τους αναγνώστες του αφού ο έρωτας, η Λολίτα, είναι μόλις δώδεκα ετών παιδάκι, με όλη την αφέλεια, το πείσμα και τον αθέλητο οίστρο ενός κοριτσιού που ακόμα δεν έχει καν διαβεί το κατώφλι της εφηβείας.
Όταν η μητέρα πεθαίνει, οι δύο τους πάνε ένα ταξίδι στην Αμερικανική ενδοχώρα. Εκεί προκειμένου να την αποπλανήσει, ο πατριός και διαφθορέας της, θα αναγκαστεί να της κάνει όλα τα χατίρια που κάνει κανείς σ’ ένα μικρό παιδί – αγοράζοντάς της γλειφιτζούρια και κόμιξ, φανταχτερά ρούχα και παγωτά σπέσιαλ, σαν να πασχίζει να χειριστεί μιαν ατίθαση, ζωντανή κούκλα.
Η θρυλική Λολίτα, από την οποία ο Ναμπόκοφ θα γνώριζε ετεροχρονισμένα την παγκόσμια καταξίωση, αυτή η ιστορία ενός ανεξέλεγκτου πάθους χωρίς όρια, που κυριεύει τον σαραντάχρονο διανοούμενο για το ανήλικο κορίτσι, το οποίο με την πρώιμη σεξουαλικότητά του και την προκλητική θηλυκότητά του, τον οδηγεί σε μία σειρά από βασανιστικές περιπέτειες, μέχρι την ζοφερή κατάληξη της ιστορίας.
Οι φαντασιώσεις του καθηγητή και η σταδιακή πτώση του καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, όχι γιατί ο συγγραφέας θέλησε να δώσει ένα, υποτυπώδες έστω, ηθικό μήνυμα στην ιστορία, αλλά για να αποδειχθεί τελικά ότι η Λολίτα είναι ίσως πιο διεφθαρμένη από τον καθηγητή.
Ετσι ο αναγνώστης προχωρεί προς το τέλος του βιβλίου ψάχνοντας εναγωνίως για εξηγήσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά προφανείς είναι, αδυνατώντας να δεχθεί ως μοναδική αφετηρία τα ερωτικά ένστικτα- πέρα από την όποια μόρφωση, πνευματικό επίπεδο ή κοινωνική θέση.
Αλλωστε, αυτή είναι η συνταρακτική ιδιαιτερότητα του έργου: Δεν αποτελεί μια ανάλυση ή ένα ντοκουμέντο ή έστω μία δαιδαλώδη εξιστόρηση κάποιας ακραίας εμπειρίας. Αλλά είναι η καταγραφή μιας αλληλουχίας γεγονότων, τα οποία αποτελούν τις πλέον πειστικές προϋποθέσεις για την απόλυτη αμηχανία μπροστά στην αδυναμία κατανόησης των ανθρωπίνων εμμονών.
Η ανεπανάληπτη ικανότητα του Ναμπόκοφ στη σύνθεση της πλοκής, στο παιχνίδι των λέξεων και των καταστάσεων, καθώς και η λεπτότητα της ψυχολογικής διείσδυσης, βρίσκει -σε αυτό το μυθιστόρημα- την ύψιστη έκφρασή της… γι αυτό και στην εισαγωγή του έργου ο Άλφρεντ Άππελ ο νεότερος χαρακτηρίζει τη Λολίτα ως «αναμφιβόλως το πλέον υπαινικτικό και γλωσσικά παιγνιώδες μυθιστόρημα μετά τον Οδυσσέα του Τζόυς».
Άλλωστε κι ο ίδιος ο συγγραφέας είχει δηλώσει : «δεν έχω κανέναν κοινωνικό σκοπό, ούτε μεταφέρω κανένα κοινωνικό μήνυμα, όμως μου αρέσει να συνθέτω γρίφους και να βρίσκω περίτεχνες λύσεις στους γρίφους που συνθέτω». Η περιφρόνησή του για την κοινή λογική, τα καταπιεστικά ήθη και την πολιτική ευπρέπεια, η εμμονή του να επινοεί σκακιστικά προβλήματα και η λατρεία του για τη μουσικότητα των λέξεων, τον έκαναν να αντιμετωπίζει τη γραφή μυθιστορημάτων ως μια αμιγώς διανοητική άσκηση. Αλλά και ως μία ιδιαίτερα απαιτητική τέχνη της εξαπάτησης, ένα παράξενα γοητευτικό παιχνίδι. Το σίγουρο είναι πως για να τα κάνει όλα αυτά – να καταφέρνει να παίξει με τις λέξεις παράγοντας ταυτόχρονα υψηλή τέχνη, χρειάζεται -δίχως άλλο- ένας συγγραφέας εξαιρετικών ικανοτήτων.
Και, πράγματι, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899 – 1977) εκτός από μία πληθώρα ασυνήθιστων βιωμάτων, διέθετε μια «ακτινωτή» δημιουργική φαντασία, μία λεπτή αίσθηση του χιούμορ και μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που έκανε αισθητή της παρουσία της μέσα στους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. Απ’ την άλλη, η συγγραφική δραστηριότητα τον απασχολούσε με τέτοια ένταση που συχνά έπαιρνε τη μορφή μιας ιδεοληψίας, αφού για εκείνον τόσο η ζωή όσο και η τέχνη ήταν πάντα ένα απαιτητικό παιχνίδι σαγήνης και απάτης.
Το φροϋδικό θέμα της «Λολίτα» – που εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1955 και στην Αμερική τρία χρόνια αργότερα – άργησε κατά πολύ να γίνει αποδεκτό από τον εκδοτικό κόσμο. Πλήθος εξοργισμένων ηθικολόγων έσπευσαν να τη χαρακτηρίσουν πορνογράφημα, φθοροποιό κι επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να αναχαιτίσουν τη θριαμβική απήχηση της «Λολίτας», η οποία, όπως και η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, έγινε ραγδαία το λεγόμενο «succès de scandale», και ανάρπαστο μπεστ σέλερ το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, σε σενάριο του ιδίου του Ναμπόκοφ και με σκηνοθέτη τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Ωστόσο, η κινηματογραφική αυτή μεταφορά, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας έκρινε ως ατυχή, ευθύνεται για μιαν απ’ τις βασικές παρερμηνείες στις οποίες περιπίπτουν όσοι έχουν δει την ταινία χωρίς να έχουν διαβάσει το βιβλίο – καθώς, για ευνόητους λόγους, στο φιλμ του Κιούμπρικ τη Λολίτα ενσαρκώνει η Σου Λάιον, δεκαέξι ετών κατά το γύρισμα της ταινίας και με εμφάνιση που παραπέμπει σαφώς περισσότερο σε οριακά ενήλικη, χυμώδη έφηβη, παρά σε νυμφίδιο.
Παρόλα αυτά το μεγαλείο της τέχνης -χάρη στην αφηγηματική μαστοριά του Ναμπόκοφ, ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής και της σαγήνης των αισθήσεων και της μνήμης – διαβάζοντας την εξομολόγηση του Χάμπερτ Χάμπερτ, παρά την έντονη διαταραχή του πρωταγωνιστή, συγχρόνως προκαλεί και συμπόνια για την ίδια την ύπαρξη που του κληροδότησε το στοιχειό της Άνναμπελ, καταδικάζοντάς τον σε μια ζωή γεμάτη στέρηση και πόθο αφόρητο.
Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα στην ίδια σελίδα να συμπονάς και να σιχαίνεσαι τον ίδιο άνθρωπο, κατανωόντας πως διαβάζεις την ιστορία ενός «τέρατος» το οποίο διατηρεί ασύλληπτα αποθέματα στοργής για το αντικείμενο του πόθου του.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»