Με λόγια που προκαλούν συγκίνηση και θυμίζουν… αποχαιρετισμό, μιλάει στο νέο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ ο μεγάλος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, Μίκης Θεοδωράκης.
«Η ζωή του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη είναι γνωστή. Την άλλη, σας αποκαλύπτω σήμερα, μέσα σε αυτό το βιβλίο», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης για την τελευταία έκδοσή του βιβλίου του, δηλώνοντας ότι «έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟS με τίτλο «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» και αποτελεί την συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη: «Διάλογοι στο λυκόφως. 90 συνεντεύξεις».
«Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο»
«Το δίδυμο «Διάλογοι στο Λυκόφως» – «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» πραγματεύεται την τελική μου προσπάθεια να συνδέσω το Τέλος και την Αρχή μιας νέας Ουτοπίας ως επιστέγασμα της ζωής και του έργου μου», επισημαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης και προσθέτει:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική. Γιατί και την μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το έργο μας, που εκείνη τη στιγμή το θεωρούσαμε μοναδικό!»
«Ο συγγραφέας και ο ποιητής, που έχει φτάσει σε βαθμό να τυπώνεται και να διαβάζεται, σίγουρα νιώθει σαν ημίθεος.
Τι να πω όμως για τον συνθέτη, που τους ψυχρούς φθόγγους του, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε Ανθρώπου χωρίς διάκριση».
«Τα έζησα όλα στον υπερθετικό»
«Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι!
Θα πω μονάχα ότι είναι ευλογημένος… Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. Η γνωστή. Γιατί την άλλη, που σας αποκαλύπτω σήμερα, την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος.
Έτσι το θέλησε η Μοίρα, αυτός ο αποχαιρετισμός να συμπέσει με την εικόνα της Αγίας Μητέρας μου της προσφυγοπούλας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, την ίδια εικόνα που είδα σε κάποια άλλη. Με τον ίδιο σας αποχαιρετώ κι εγώ».