Ο Δημήτρης Δημητριάδης, γνωστότατος στο θεατρικό κοινό, γοητεύεται από την ταινία «Η λεωφόρος της Δύσης» -film noir που καυτηριάζει το Χόλιγουντ του ’50- και γράφει το δικό του Στρόχαϊμ.
Συνέντευξη στη Χαρά Κιούση
Το σκηνοθέτη Έρικ Φον Στρόχαϊμ «υποστηρικτή ενός αδυσώπητου κινηματογραφικού ρεαλισμού», αλλά και εξαίρετου ηθοποιού, που στην ταινία υποδύεται το Μαξ Φον Μάγιερλινγκ, υπηρέτη της ντίβας του σινεμά Νόρμα Ντέσμοντ, ενσαρκώνει σκηνικά ο Άκις Βλουτής.
Ο Άκις Βλουτής μίλησε στη Χαρά Κιούση και το newsbeast.gr για την παράσταση, αλλά και γενικότερα για τη θεατρική τεχνική, όπως και το θεσμό του θεάτρου στις μέρες μας.
– Κύριε Βλουτή, ο δυισμός που διατρέχει και καθορίζει την επαγγελματική και προσωπική ζωή του Στρόχαϊμ, διαπερνά όλο το έργο. Ο ναρκισσισμός τελικά τρέφεται από τον ηθοποιό ή τον τρέφει;
«Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι μια ερώτηση με μεγάλο ενδιαφέρον, νομίζω όμως ότι αφορά περισσότερο τους μεγάλους σταρ του κινηματογράφου, παρά τους ηθοποιούς του θεάτρου. Προσωπικά, μέλημα μου είναι να αποφεύγω, να μηδενίζω κάθε ναρκισσιστικό στοιχείο πάνω μου, εκτός αν ο ρόλος το απαιτεί. Και ο συγκεκριμένος ρόλος έχει στοιχεία ναρκισσισμού γιατί προέρχεται από αυτόν ακριβώς τον κόσμο, τον κόσμο του κινηματογράφου».
– Σ’ ένα ρόλο που απαιτεί βαθιά πειθαρχία ο πόθος της ζωής λυτρώνεται μέσα από ένα φιλόδοξο θάνατο. Μεταξύ αυτού που υποδύεστε και εκείνου που είστε, υπάρχει ίχνος εγγύτητας; Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
«Η ερώτηση με βρίσκει μετά την ολοκλήρωση του ρόλου, που σημαίνει πως ο Στροχαιμ και εγώ είμαστε ένα πρόσωπο. Η απάντηση μου δεν θα ήταν η ίδια αν απαντούσα τρεις μήνες πριν. Παίζοντας νιώθω ότι έχω μια εγγύτητα με τον ρόλο, γιατί ο ηθοποιός στην ουσία είναι οι ρόλοι του. Οι ρόλοι σου δίνουν την δυνατότητα, να διερευνήσεις περιοχές που δεν θα είχες την ευκαιρία να το κάνεις. Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο είναι η διαχείριση που καλείται να έχει ο ηθοποιός ανάμεσα στην εσωτερική ανάγκη για μια δικαίωση της ζωής (ζωή για τον Στροχαιμ είναι η Τέχνη) και η απόλυτο γνώση του επερχόμενου θανάτου. Μια δύσκολη αλλά ανθρώπινη ισορροπία».
– Ο ομιλών κινηματογράφος «εξανθρώπισε» τον ηθοποιό που απεδύθη τη θεοποίησή του; Από το Χόλιγουντ του ‘50 ως την TV και το θεατρικό σανίδι του σήμερα τι άλλαξε; Είναι προς το χειρότερο αυτή η εξέλιξη, το κοινό έχει αφυπνισθεί; Αποποιήθηκε τα είδωλά του;
«Από το γκρο πλαν σε μια οθόνη 5 χ 10 του κινηματογράφου ό που ο ηθοποιός είναι γιγάντιος σε σχέση με το θεατή, από εκεί μέχρι την εποχή μας που μπορούμε να παρακολουθούμε ταινίες σε ένα κινητό τηλέφωνο, το μέγεθος αναπόδραστα έχει σμικρυνθεί. Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Όσο για το θέατρο υπήρχαν και υπάρχουν σαφείς διαφορές με τον κινηματογράφο και τότε και τώρα, είναι δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες. Θα μιλήσω για τα ελληνικά δεδομένα, εδώ που παίζω, στην Αθήνα, αυτό ελπίζουμε μια αφύπνιση. Και αυτοί και εμείς. Το θέατρο είναι οι εργάτες του θεάτρου, το κοινό, οι συγγραφείς, οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί, πανεπιστημιακοί. Αυτό είναι το θεατρικό φαινόμενο και σε αυτό προσδοκά σε μία αφύπνιση. Δεν νομίζω ότι αποποιούνται τα είδωλα. Τα είδωλα απλώς αλλάζουν, προσαρμόζονται στα μεγέθη».
– Κι’ ενώ ως Μπεκετικός «Χαμ» δίνετε την αίσθηση ενός τέλους, πιάνω πως το παιχνίδι μόλις έχει αρχίσει. «Το τέλος είναι φυλακισμένο μέσα στην αρχή;» Πώς είναι να ξεκινάς από την ανατροπή;
«Επειδή έπαιξα πριν από δύο χρόνια τον Χαμ, αναγνωρίζω ομοιότητες ως προς την σκηνική θέση των δύο ηρώων, όσο και στην αντίληψη περί τέλους . όμως ο Χαμ έχει την γνώση ότι “το τέλος υπάρχει πάντα στην αρχή και ωστόσο συνεχίζεις” μένει για πάντα εκεί, σε ένα αέναο παιχνίδι αρχής και τέλους. Ο Στροχάιμ περνάει στην άλλη πλευρά. Από την ανατροπή ξεκινούν όλοι οι βαθειά σκεπτόμενοι καλλιτέχνες και αυτήν προκαλούν πάντα σε όλη τους την πορεία».
– Στην παράσταση η Γαρυφαλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Νόρμα, σας συστήνεται ως Σαλώμη και ως Θάνατος. Η επιλογή του ονόματος δηλώνει την καταστροφική δύναμη «του έρωτα που είναι δυνατός σαν το θάνατο;»
«Η Σαλώμη είναι επιλογή του Μπίλυ Γουάλντερ. Ο Θάνατος είναι επιλογή του Δημήτρη Δημητριάδη. Στην περίπτωση και του Στροχάιμ και του έργου, μοιάζει ο θάνατος να είναι δυνατός σαν τον έρωτα».
– Το να συντηρούμε τις ψευδαισθήσεις ή τις παραισθήσεις κάποιου δικαιώνει το κίνητρο; Μια τέτοια τακτική τι αντίκρυσμα πολιτικοινωνικό θα είχε στην Ελλάδα, με τα μειωμένα ψυχικά αποθέματα;
«Εξαρτάται κατά περίπτωση. Το συντηρήσεις ψευδαισθήσεις σε έναν ετοιμοθάνατο, δεν είναι το ίδιο με το να συντηρείς ψευδαισθήσεις στο παιδί σου. Το να συντηρείς ψευδαισθήσεις σε έναν λαό, είναι καταστροφικό, το βιώνουμε όλοι. Όλοι θυμόμαστε τις χίμαιρες του 2000 ενόψει των Ολυμπιακών, όλοι βιώνουμε το τέλος των ψευδαισθήσεων. Το να δημιουργήσεις τη δική σου ιστορία είναι άλλο. Ποτέ δεν βλάπτει το σύνολο. Αν βλάψει κάποιον, θα είναι μόνο ο εαυτός σου».
– Στη σκηνή σας πλαισιώνουν δυο γυναικείες οντότητες. Τι σας γοητεύει σ’ αυτές;
«Αγαπώ πολύ τις γυναίκες. Και οι δυο, Καρυοφυλλιά-Νόρμα και Ντενίζ-Αγλαια είναι δύο γοητευτικές και ερωτικές γυναίκες και εξαιρετικές συνεργάτιδες που τιμούν το ελληνικό θέατρο και εμένα προσωπικά σε αυτήν την συνάντηση».
– Μια ερώτηση ευγενικής αδιακρισίας. Σε μια σχέση θα ήσασταν «ο υπερπροστατευτικός υπηρέτης που αδυνατεί να δει τα αυτονόητα» ή θα το κάνατε συνειδητά από πίστη και έρωτα;
«Θα προτιμούσα τίποτα από τα δυο. Στο έρωτα νιώθω ελεύθερος, επειδή όμως όλα μπορούν να συμβούν, είναι ωραίο να πεθαίνεις από έρωτα».
– Το άψυχο σώμα στην πισίνα της ταινίας είναι εν δυνάμει μια σταγόνα της Μεσογείου, με τους αμέτρητους πνιγμένους. Η τέχνη από το δικό της Άβατο πως θα φωτίσει τη «σκοτεινή αλήθεια» αυτών των ανθρώπων στο τελευταίο τους πλάνο;
«Νομίζω πως αυτή είναι δουλεία των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, το θέατρο δεν καταγράφει δημοσιογραφικά τα γεγονότα. Τα παρακολουθεί, τα χρησιμοποιεί, τα μεταπλάθει σε έργα τέχνης. Αλλά για αυτό, χρειάζεται μεγάλη απόσταση, δεν μπαίνεις εν θερμώ στην καταγραφή. Αν το θέατρο το έκανα αυτοματικά θα ήταν καπηλεία».
– Ποια ήταν τα πρώτα θεατρικά ερεθίσματα που σας ενέπνευσαν να γίνετε ηθοποιός; Τι σας προσδίδει ο συγκεκριμένος ρόλος και τι του προσδίδεται;
«Τα παιχνίδια που έκανα από μικρός με τις λέξεις με ακολουθούν μέχρι τώρα. Ο μαγικός κόσμος των λέξεων ασκούσε τεράστια γοητεία πάνω μου. Μετά υπήρξαν ηθοποιοί, παραστάσεις, συναντήσεις, έργα, ταινίες, η δύσκολη ζωή μου, οι φίλοι μου… Ο συγκεκριμένος ρόλος με φέρνει κοντά σε έναν αγαπημένο της νεανικής μου ζωής και αυτό είναι πολύ όμορφο. Αν κάτι θα ήθελα να του προσδώσω, είναι μια ανθρωπιά».
– Μια ευχάριστη προσωπική διαπίστωση. Τελευταία, σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, η προσέλευση των θεατών έχει αυξηθεί. Παρασκηνιακά πώς ερμηνεύεται αυτό, πέραν της ανάγκης βέβαια για επικοινωνία;
«Μην το γενικεύουμε, δεν έχει αυξηθεί η προσέλευση θεατών σε όλα τα έργα που παίζονται (1400 περίπου), είναι γεγονός πως κάποια έργα πηγαίνουν πολύ καλά. Εγώ προσωπικά έχω δουλέψει πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια κι εγώ και συνεργάτες μου, για να δημιουργήσουμε μία στέρεα βάση. Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω ως ένα φαινόμενο. Μπορώ να σας πω, στο Από Μηχανής, άλλα έργα πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, άλλα λιγότερο».
– Τι θα παροτρύνατε τα νέα παιδιά;
«Να διαβάζουν. Πολύ. Όσο πιο πολύ μπορούν. Ο μόνος τρόπος για να βρεις την ταυτότητά σου».