«Η σπουδαιότερη ταινία του αμερικανικού σινεμά»: Με αυτά τα λόγια χαρακτήρισε ο «πολύς» Στάνλεϊ Κιούμπρικ το «Νονό», την υπέρτατη κινηματογραφική δημιουργία του Φράνσις Φορντ Κόπολα και του σεναριογράφου Μάριο Πούτζο, μια ταινία που έχει πολλάκις χαρακτηριστεί ως η πιο διεισδυτική κινηματογραφική ματιά στον κόσμο της ιταλοαμερικανικής Μαφίας.
Βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν μήνες στις ΗΠΑ με τον τίτλο «Leave the Gun, Take the Cannoli: The Epic Story of the Making of The Godfather» [«Άφησε το όπλο, πάρε τα κανόλι: Η Επική Ιστορία της Δημιουργίας του «Νονού»»] που έγραψε ο αμερικανός δημοσιογράφος Μαρκ Σιλ (Mark Seal), ρίχνει άπλετο φως στο παρασκήνιο της πρώτης ταινίας του 1972, που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πούτζο.
Ο Μάρλον Μπράντο ήταν η τελευταία επιλογή ως Βίτο Κορλεόνε
Ήταν γνωστό για χρόνια ότι ο Μάρλον Μπράντο ήταν η τελευταία επιλογή του στούντιο παραγωγής για τον ρόλο του Δον Βίτο Κορλεόνε. Αρχικά οι παραγωγοί προτιμούσαν τον Φρανκ Σινάτρα [που οι φήμες έλεγαν τότε ότι είχε σχέσεις με τη ιταλοαμερικανική Μαφία] ή τον Τζακ Νίκολσον, ο οποίος μάλιστα σε προ ετών συνέντευξή του παραδέχτηκε ότι… κατά λάθος απέρριψε το ρόλο.
Όπως αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ του Vanity Fair, ο Σιλ εξηγεί πώς ο τότε 47χρονος ηθοποιός με τις πολλές ιδιοτροπίες και τους αναρίθμητους βεντετισμούς πήρε τον βαρύ ρόλο του Δον Βίτο, ξεπερνώντας πολλούς διαδοχικούς σκοπέλους: αρχικά την αντιπάθειά του για τους αμερικανούς μαφιόζους και στην συνέχεια την απέχθεια που είχε η κινηματογραφική εταιρεία προς το πρόσωπό του.
Η εταιρεία παραγωγής της ταινίας, η Paramount, δεν ήθελε καν να ακούσει το όνομα του Μπράντο, λόγω της φήμης που είχε ότι είναι πολύ «δύστροπος» στις συνεργασίες του. Ο Κόπολα όμως επέμενε και τελικά το στούντιο υπέκυψε στις πιέσεις του, με την προϋπόθεση ότι ο μεγάλος σταρ θα δεχόταν τρεις συγκεκριμένους πολύ αυστηρούς όρους.
Ο πρώτος ήταν ότι έπρεπε να κάνει οντισιόν [μία πρόταση που θεωρείται προσβλητική για ηθοποιούς του βεληνεκούς του Μπράντο] που όμως του την παρουσίασαν, ευσχήμως, ως «τεστ για μακιγιάζ» προκειμένου να μην εκνευριστεί και τα βροντήξει και αποχωρήσει. Ο δεύτερος ήταν ότι έπρεπε να δώσει ο ίδιος από την τσέπη του κάποια χρήματα ως ασφάλεια, σε περίπτωση που καθυστερούσε το γύρισμα εξαιτίας του και τέλος, ο τρίτος όρος, συμφώνησε να μην πάρει κανονική αμοιβή, αλλά να πληρωθεί από τα ποσοστά της ταινίας.
Κολπάκια και μεθοδεύσεις
Το αμερικανικό Vanity Fair επισημαίνει ότι ο Κόπολα είχε καταλήξει από την αρχή στους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους βασικούς ρόλους: ο Αλ Πατσίνο θα έπαιζε τον Μάικλ, ο Τζέιμς Κάαν τον Σόνι και ο Ρόμπερτ Ντιβάλ τον Τομ Χάγκεν. Τον ρόλο του Βίτο ο Κόπολα πρότεινε να τον ερμηνεύσει ο Μπράντο, όμως η εταιρεία δεν ήθελε καμία σχέση με τον εκκεντρικό ηθοποιό.
Τότε ο Κόπολα έπεισε τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Μάριο Πούτζο να γράψει ένα υμνητικό γράμμα προς τον Μπράντο, με σκοπό να τον κολακέψει και αν τον πείσει να ξεπεράσει τον πρώτο σκόπελο, αυτόν του προσωπικού του πείσματος. Βλέπετε, όταν ο Μπράντο πήρε το σενάριο και το διάβασε, το πέταξε στην άκρη φωνάζοντας: «Εγώ δεν είμαι νονός της μαφίας, δεν πρόκειται ποτέ μου να δοξάσω τη Μαφία».
Τού έγραψε λοιπόν ο ίδιος ο Πούτζο κατά λέξη: «Αγαπητέ κύριε Μπράντο, έγραψα πριν μερικά χρόνια ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Νονός’», που είχε μια κάποια επιτυχία και νομίζω ότι είσαι ο μόνος ηθοποιός που μπορεί να παίξει τον Νονό με αυτή την ήσυχη δύναμη και την ειρωνεία που απαιτείται (καθώς το βιβλίο μου είναι ένα ειρωνικό σχόλιο για την αμερικανική κοινωνία)». Το γράμμα του ιταλοαμερικανού συγγραφέα ήταν το πρώτο και σημαντικότερο καθοριστικό «χτύπημα» προς την σωστή κατεύθυνση –αλλά έπρεπε αν ακολουθήσουν αρκετά ακόμη.
Επιπλέον, η προσωπική του γραμματέας, Αλις Μάρσακ, κατάφερε να… ερεθίσει την προσωπική ματαιοδοξία του ηθοποιού, λέγοντας του, στα ψέματα, ότι στην πιάτσα ακούγεται πως τον ρόλο τελικά θα τον πάρει ο Λόρενς Ολίβιε. Ο Μπράντο το πήρε… κατάκαρδα και έτσι μπήκε στο παιχνίδι. Ο πρώτος στόχος επετεύχθη. Τώρα όμως έπρεπε να πειστεί και η Paramount.
Το βιβλίο αναφέρει λοιπόν ότι σε μια σύσκεψη ανάμεσα στον Κόπολα και τα στελέχη του στούντιο, ο σκηνοθέτης προσποιήθηκε ότι έπαθε… κρίση επιληψίας όταν η εταιρεία τού απέκλεισε την πιθανότητα να πάρει ο Μπράντο τον ρόλο.
Στο ενδεχόμενο να χάσουν (κυριολεκτικά) τον Κόπολα, οι ιθύνοντες του στούντιο υπαναχώρησαν και τελικά ο ρόλος δόθηκε στον τότε 47χρονο ηθοποιό, αλλά μόνο με τους τρεις όρους-αστερίσκους που προαναφέρθηκαν.
Μια ιστορική οντισιόν
Τελικά, όλα αυτά τα κολπάκια απέδωσαν καρπούς: στο υλικό που τράβηξε για το περιβόητο «δοκιμαστικό», η μεταμόρφωση του Μπράντο ήταν εντυπωσιακή: έλυσε την κοτσίδα στα μαλλιά του και τα χτένισε προς τα πίσω χρησιμοποιώντας μαύρο γυαλιστικό για τα παπούτσια. Πήρε δύο χαρτομάντιλα, τα τύλιξε δίνοντας σχήμα κυλίνδρου και τα έχωσε στο στόμα του, κάτω από τα μάγουλα. Άρχισε να μιλά αργά και βραχνιασμένα, «ίσως επειδή ο Βίτο είχε φάει κάποτε μια σφαίρα στο λαιμό». Ο Μπράντο πίστευε πως ο Κορλεόνε έπρεπε να έχει την όψη ενός μπουλντόγκ «άγριο στην εμφάνιση, αλλά εσωτερικά τρυφερό». Ο Κόπολα ενθουσιάστηκε φυσικά με την πρότασή του και γι’ αυτό στα γυρίσματα, ο Μπράντο φορούσε ειδικό μασελάκι που είχε φτιάξει οδοντίατρος –ένα μασελάκι που σήμερα βρίσκεται στο Αμερικανικό Μουσείο Κινηματογράφου στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. «Μπροστά στα μάτια μου είδα τον 47χρονο Μπράντο να έχει μετατραπεί στον τέλειο γέροντα capo», εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα ο Κόπολα.
Και μια ενδιαφέρουσα σημείωση, ως επίλογος: και στις τρεις ταινίες δεν ακούγεται ούτε μια φορά η λέξη «Μαφία» ή «Κόζα Νόστρα», γιατί η ταινία είχε προκαλέσει την οργή της ιταλο-αμερικανικής ένωσης, καθώς και πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων. Η ομάδα παραγωγής δέχτηκε πιέσεις, ακόμα και απειλές για τρομοκρατικό χτύπημα. Λένε, μάλιστα, πως χρειάστηκε να διαπραγματευτεί με τους γκάγκστερ ώστε να βρεθεί μια λύση…