Ως Πόλεμος του Βιετνάμ έχει ονομαστεί συμβατικά η αιματοβαμμένη περίοδος μεταξύ 1955-1975, αυτό που στην περιοχή ήταν γνωστό ως Β’ Πόλεμος της Ινδοκίνας και στο Βιετνάμ το αποκαλούσαν Αντίσταση Κατά της Αμερικής.
Ένας ακήρυχτος ουσιαστικά πόλεμος στο Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη που θα έπαιρνε τέλος στις 30 Απριλίου 1975 με την πτώση της Σαϊγκόν, άλλη μια ψυχροπολεμική κλιμάκωση μεταξύ του Βορείου Βιετνάμ και των «κόκκινων» συμμάχων του και του Νοτίου Βιετνάμ, που είχε την υποστήριξη ΗΠΑ, Νότιας Κορέας, Αυστραλίας και του ευρύτερου αντι-κομμουνιστικού άξονα.
Η άμεση στρατιωτική εμπλοκή της Αμερικής έληξε το 1973, αφήνοντας ωστόσο βαθιές χαρακιές στη χώρα. Τώρα ήταν ώρα για τον κινηματογράφο να αναλάβει τα ηνία και να μιλήσει για τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Και με τι τρόπο μίλησε!
Από τον «Ελαφοκυνηγό» (1978) του Μάικλ Τσιμίνο των 5 Όσκαρ, την πρώτη και κολοσσιαία απόπειρα μεγάλου χολιγουντιανού στούντιο να καταπιαστεί με τις διαχρονικές επιπτώσεις του πολέμου στις ζωές των βετεράνων, το Χόλιγουντ μας χάρισε μεγάλες στιγμές εδώ.
«Αποκάλυψη τώρα» (1979) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, «Platoon» (1986) του Όλιβερ Στόουν, «Full Metal Jacket» (1987) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Good Morning, Vietnam» (1987) του Μπάρι Λέβινσον και «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1989) του Όλιβερ Στόουν είναι οι μεγάλοι σταθμοί, αν και δεν είναι κατά κανέναν τρόπο οι μόνοι.
Οι αμερικανοί κινηματογραφιστές αποπειράθηκαν διεισδυτικές ανατομίες του πολέμου και του αντικτύπου του στην κοινωνία στα χρόνια που ακολούθησαν. Το ίδιο έκανε και ο «Ράμπο» το 1982 εξάλλου, αν και με άλλο τρόπο προφανώς.
Ας δούμε το Βιετνάμ λοιπόν και όσα τραγικά έλαβαν εκεί χώρα με άλλες ματιές…
Ταινία τρόμου με το Βιετνάμ, είναι δυνατόν; Είναι και παραείναι! Τρόμος ήταν εξάλλου το Βιετνάμ και αυτό μας είπε ο Μπομπ Κλαρκ πριν απ’ όλους στην εφευρετική του αλληγορία για όσα κουβαλούσαν πάνω τους οι βετεράνοι του πολέμου, μια κατάσταση που θα αναγνωρίζονταν τουλάχιστον 5 χρόνια αργότερα ως διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Μια οικογένεια προσπαθεί να διαχειριστεί την παράξενη συμπεριφορά του στρατιώτη γιου της, ο οποίος καταφτάνει από το Βιετνάμ αφότου έχει χαρακτηριστεί αγνοούμενος και πιθανότατα νεκρός. Και καλύτερα να μη γύριζε, καθώς πλέον μπορεί να διατηρήσει το ψευδεπίγραφο προσωπείο της ανθρωπιάς του μόνο όταν τρέφεται με αίμα και σάρκες.
Πολύ πριν μας μιλήσει ο «Ελαφοκυνηγός» για τις δυσκολίες προσαρμογής των βετεράνων πολέμου στην πολιτική ζωή, το έκανε ο Κλαρκ με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο Τζορτζ Ρομέρο, παντρεύοντας πληγές του πολέμου και μυθολογία των ζόμπι!
Εδώ έχουμε ένα ντοκιμαντέρ, ένα οσκαρικό ντοκιμαντέρ, να μας μιλά ασθμαίνοντας για το τι σήμαινε η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Και μίλησε πριν την πτώση της Σαϊγκόν μάλιστα και το τέλος του πολέμου. Ο Πίτερ Ντέιβις ανασυνθέτει ολοζώντανη και αυτούσια τη φρίκη της σύγκρουσης, αφήνοντας το υλικό του να μιλήσει από μόνο του.
Η ταινία δέχτηκε πύρινη κριτική στον καιρό της για τη μονόπλευρη, όπως την είπαν, απεικόνιση των φρικαλεοτήτων, καθώς έφερνε αντιμέτωπη την αμερικανική κοινωνία με όσα έκαναν τα νιάτα της σε μια γωνιά του πλανήτη πολύ-πολύ μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο. Κανείς απ’ όσους είχαν πρόβλημα με το ντοκιμαντέρ δεν αντιπαρέθεσε βέβαια κάτι πειστικό στις σκηνές τρόμου του Ντέιβις με τις αφανισμένες καλλιέργειες και τα καμένα από τις ναπάλμ παιδικά σώματα.
Κερασάκι στην τούρτα της φρίκης, η ατάκα του επικεφαλής στρατηγού William Westmoreland πως «οι Κιτρινιάρηδες δεν εκτιμούν την ανθρώπινη ζωή με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς οι Δυτικοί». Η «αντι-αμερικανική προπαγάνδα», όπως την είδαν οι πατριώτες Αμερικανοί, παραμένει ό,τι καλύτερο μπορεί να δει κανείς για το Βιετνάμ χωρίς αναισθητικό. Καλύτερο ντοκιμαντέρ του κόσμου το χαρακτήρισε και ο Μάικλ Μουρ. Το δικό του «Fahrenheit 9/11» (2004) έχει εξάλλου αξιοσημείωτους παραλληλισμούς με το «Hearts and Minds», μέχρι παρεξηγήσεως…
Ο «Ελαφοκυνηγός» προκαλεί σήμερα μεγάλη εντύπωση, και δικαίως, για την απεικόνιση του πολέμου του Βιετνάμ και των συνεπειών του στον ψυχισμό όσων τον γνώρισαν. Το 1978 έκανε πάντως μικρότερη εντύπωση, καθώς λίγους μήνες πρωτύτερα είχε βγει στις αίθουσες το επίσης εκπληκτικό «Coming Home» του Χαλ Άσμπι, μια μελοδραματική φαινομενικά ιστορία αγάπης και διλήμματος.
Μια ακτιβίστρια νοσοκόμα, οι απόψεις της οποίας τη μετέτρεψαν στο στόχο της δεξιάς ρητορείας, ακροβατεί ανάμεσα στον αξιωματικό άντρα της που υπηρετεί στο Βιετνάμ και τον έρωτα που νιώθει για έναν ανάπηρο πεζοναύτη που επέστρεψε μόλις από τη μάχη. Δυνατή αντιπολεμική γροθιά, ένα πραγματικό σφυροκόπημα για τα δεινά του πολέμου και μια αντισυμβατική οπτική μεταφορά των τραυμάτων που αφήνει σε όλους ένας άδικος πόλεμος.
Παρά την αντιαμερικανική οπτική του, η Ακαδημία δεν μπορούσε να μην το τιμήσει με 3 χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων και Α’ Ανδρικού για τον Γιον Βόιτ και Α’ Γυναικείου για την Τζέιν Φόντα. Οι σεξουαλικές περιπτύξεις των οποίων παραμένουν στην ερωτική ανθολογία της έβδομης τέχνης…
Πώς θα ήταν μια ταινία για το Βιετνάμ που δεν θα επικεντρωνόταν στο πλάσιμο των χαρακτήρων ή στα μηνύματα, παρά μόνο στην ίδια τη μάχη; Αυτό αποπειράθηκε να διερευνήσει ο Τζον Ίρβιν με φόντο τις μάχες στον λόφο Χάμπουργκερ του Βιετνάμ, όπου έλαβε χώρα μια από τις πιο λυσσαλέες και αιματοβαμμένες συγκρούσεις του βρόμικου αυτού πολέμου. «Χάμπουργκερ» τον είπαν εξάλλου οι Αμερικανοί, που έβλεπαν τα σώματα των στρατιωτών τους να γίνονται κιμάς.
Μια διμοιρία μπουχτισμένων από τον πόλεμο στρατιωτών μάχονται για την κατάληψη ενός λόφου στο κομψότατο αυτό πολεμικό δράμα, μια επιχείρηση του Μαΐου του 1969 που δεν ήταν παρά αντιπερισπασμός. Μετά την κατάληψή του μάλιστα, το Ύψωμα 937 εγκαταλείφθηκε, καθώς δεν είχε καμιά στρατηγική αξία.
Κι αυτό βλέπουμε εδώ, στρατιώτες που μάχονται χωρίς σκοπό και χωρίς τρόπο να πουν «όχι» στην παράλογη διαταγή. Και ξέρουν πως αν ευτυχήσουν να γυρίσουν σπίτι, θα ζήσουν τα ισχυρά αντιπολεμικά αισθήματα που αναπτύσσονται εντωμεταξύ στην κοινωνία. Ήρωες δεν θα είναι ό,τι κι αν γίνει, παρά πιόνια στη σκακιέρα των πολιτικών. Το σενάριο ήταν μάλιστα του ομογενή βετεράνου που έγινε σεναριογράφος James Carabatsos, μια λυρική νότα μέσα στην πύρινη κόλαση των ναπάλμ…
Γιατί δεν το ξέρουμε; Γιατί είχε την ατυχία να βγει το 1987, τη χρονιά που κυκλοφόρησαν το «Full Metal Jacket» του Κιούμπρικ και το «Good Morning, Vietnam» του Λέβινσον! Αξίζει ωστόσο εξίσου…
Ντοκιμαντέρ ξανά, εξαιρετικό ντοκιμαντέρ όμως από τα μαεστρικά χεράκια του ίδιου του Βέρνερ Χέρτζογκ. Η γερμανική ταινία λέει την ιστορία του Ντίτερ Ντέγκλερ, αμερικανού πιλότου γερμανικής καταγωγής που καταρρίφθηκε πάνω από το Λάος τον Φεβρουάριο του 1966 και μεταφέρθηκε σε φυλακές αιχμαλώτων πολέμου, όπου πέρασε τους επόμενους 6 μήνες με ανείπωτα βασανιστήρια.
Κόντρα σε κάθε πιθανότητα, ο Ντέγκλερ απέδρασε και διασώθηκε τελικά έπειτα από 23 μέρες στις ζούγκλες. Το ντοκιμαντέρ είναι ένα εξαίσιο δείγμα της διαχρονικής αναζήτησης του Χέρτζογκ για αυτό που αποκαλούσε «εκστατική αλήθεια», η οποία «επιτυγχάνεται μόνο μέσα από ανακατασκευή, φαντασία και στιλιζάρισμα». Η τρομακτική ιστορία του αιχμαλώτου διανθίζεται με ποιητικές αναφορές σε μια αυθεντική εμπειρία και μαρτυρία της άλλης πλευράς…
Ο Χέρτζογκ επέστρεψε στις περιπέτειες του πιλότου Ντίτερ Ντέγκλερ μια δεκαετία αργότερα, για να δει πώς θα μεταμορφωνόταν το υλικό του στην επικράτεια της μυθοπλασίας. Ο Κρίστιαν Μπέιλ ενσαρκώνει πλέον τον τραγικό αιχμάλωτο πολέμου σε ένα πραγματικό κινηματογραφικό πείραμα να πατήσει μια ταινία σε ένα ντοκιμαντέρ με τα ίδια υλικά.
Ο μεγάλος γερμανός σκηνοθέτης δεν κάνει ακριβώς πολεμική ταινία εδώ, βάζει ωστόσο τον πόλεμο από το παράθυρο μέσα από τις σωματικές ερμηνείες των ηρώων του και τις αβάσταχτες ταλαιπωρίες που υπέβαλλε τους πρωταγωνιστές του. Στρατιώτες στα πρόθυρα της παράνοιας, οριακές καταστάσεις και το πανταχού παρόν κυνήγι της επιβίωσης συνθέτουν μια πολεμική κόλαση που κατάπιε όλο το Βιετνάμ εντός της.
Βλέπεται αμέσως μετά το ντοκιμαντέρ του…
Πόσα εγκλήματα πολέμου έγιναν άραγε από τα χέρια των «ελευθερωτών» του Βιετνάμ και πέρασαν στα ψιλά της Ιστορίας; Πολλά, όπως μας είπαν αργότερα οι μαρτυρίες, και με ένα τέτοιο καταπιάνεται ο Μπράιαν ντε Πάλμα βάζοντας τον στρατιώτη του σε υπαρξιακό δίλημμα αν πρέπει ή όχι να καταγγείλει τον ομαδικό βιασμό και τη δολοφονία μιας Βιετναμέζας από τη διμοιρία του.
Ο Μάικλ Φοξ ομολογεί τελικά την κτηνώδη πράξη, μόνο που τη συνέχεια, τη συνενοχή και την ομερτά δεν θα την περίμενε με τίποτα. Η ψυχολογία του πολέμου, το νταηλίκι και όσα θα ήθελαν οι Αμερικανοί να ξεχάσουν απεικονίζονται εδώ θαρραλέα από τον ντε Πάλμα, συνθέτοντας ένα διαμάντι που ενόχλησε πολύ την αμερικανική κοινωνία είναι η αλήθεια.
Αν έπρεπε να πουν «συγγνώμη» για τα ανομήματά τους στο Βιετνάμ, το είπαν οι ΗΠΑ με τις «Απώλειες πολέμου». Οι οποίες είπαν βέβαια και πολλά ακόμα για έναν πόλεμο σκοπιμότητας που συμπαρέσυρε κάθε ίχνος ανθρωπιάς και αποθέωσε την αγριότητα και την κτηνωδία του κατακτητή. Στα «συν», η συγκλονιστική μουσική του Ένιο Μορικόνε…