Εμμονικό, προκλητικό και γεμάτο μυστικά, το αινιγματικό κινηματογραφικό σύμπαν του αμερικανού δημιουργού παραμένει σινεμά πρώτης γραμμής. Ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που πέρασαν ποτέ από την έβδομη τέχνη, ο αυτοεξόριστος στην Αγγλία Κιούμπρικ αναγνωρίζεται σήμερα ως ο πιο ολοκληρωμένος και καινοτόμος δημιουργός του κινηματογράφου, αφήνοντας παρακαταθήκη ταινίες-εγκώμια και ορόσημα που δύσκολα θα ξεπεραστούν. Με έργο αντάξιο της αυταρχικής τελειομανίας του, το όραμα του Κιούμπρικ για το σινεμά απαθανατίστηκε σε φιλμ που είναι εμβληματικά στην κατηγορία τους, όπως η προκλητική «Λολίτα», ο επικός «Σπάρτακος», η τρομακτική «Λάμψη», το σπαρταριστό «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», το βίαιο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και η ταινία-αρχέτυπο της επιστημονικής φαντασίας «2001: Η οδύσσεια του Διαστήματος», για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα ανεπανάληπτα αριστουργήματά του. Ο Κιούμπρικ στιγμάτισε πραγματικά τον παγκόσμιο κινηματογράφο και υπήρξε τόσο πρωτοπόρος που λίγοι τον κατάλαβαν στην εποχή του, γι’ αυτό και η φεστιβαλική του αναγνώριση υπήρξε φειδωλή: αυτός ο γίγαντας της έβδομης τέχνης και εμπνευστής ενός άλλου σινεμά τιμήθηκε μόλις με ένα Όσκαρ (για την «Οδύσσεια του Διαστήματος»), κι αυτό στην κατηγορία των ειδικών εφέ! Αν και το μεγαλύτερο βραβείο το πήρε δικαίως από το παγκόσμιο κοινό, που τον έβαλε διαχρονικά στην καρδιά του, αλλά και τη σημερινή κινηματογραφική κριτική, που διατείνεται εμφατικά ότι δεν μπορείς να χαρακτηριστείς σινεφίλ αν δεν έχεις δει τουλάχιστον δυο-τρία φιλμ του ανατρεπτικού δημιουργού, που έμοιαζε σε κάθε ταινία να επανεφευρίσκει τον εαυτό του και την ίδια την τέχνη της κινούμενης εικόνας τελικά…
Πρώτα χρόνια
Αφού γύρισε δύο ακόμα ντοκιμαντεράκια, πάντα με δικά του λεφτά, έπεισε τον πατέρα και τον θείο του να χρηματοδοτήσουν το πρώτο του φιλμ μεγάλου μήκους, μια πάμφθηνη παραγωγή: το «Fear and Desire» (1953) τυχαίνει καλών κριτικών και βάζει τις βάσεις για τη μετέπειτα αστρονομική καριέρα του σκηνοθέτη. Με τα λιγοστά που έβγαλε από την ταινία και μέσω αιματηρών οικονομιών, καταφέρνει να γυρίσει το επόμενο φιλμ του, ένα νέο-νουάρ που στρέφεται και πάλι γύρω από το μποξ, το «Killer’s Kiss» (1955).
Την εποχή αυτή ενώνει τις δυνάμεις του με τον παραγωγό James Harris και ιδρύουν τη δική τους εταιρία παραγωγής (Harris-Kubrick Productions). Έχοντας κάνει ένα καλό πρώτο ονοματάκι και με τις υποσχόμενες κριτικές στο πλευρό του, το στούντιο της United Artists του χρηματοδοτεί την επόμενη ταινία του, αν και ο προϋπολογισμός φτάνει για να προσλάβει μόνο δεύτερα ονόματα του Χόλιγουντ.
Πρώτες μεγάλες ταινίες
Παρά τη νεωτεριστική προσέγγιση του Κιούμπρικ, η ταινία δεν πήγε καλά στα ταμεία. Ο δημιουργός συνεργάστηκε τότε με τον Μάρλον Μπράντο στην ανάπτυξη του «One-Eyed Jacks» (1961), αν και παρά τους μήνες κοινής δουλειάς, οι καλλιτεχνικές διαφορές των δύο αντρών τον έκαναν να εγκαταλείψει την ταινία (τη γύρισε τελικά ο Μπράντο μόνος του). Και τότε, τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόταν κάτι καινούριο, ο παραγωγός Κερκ Ντάγκλας απολύει τον σκηνοθέτη του «Σπάρτακου» (Άντονι Μαν) καθώς δεν δεχόταν να τον γυρίσει άλλος από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ!
Εκτόξευση στη δόξα
Παρά τις δάφνες για τη «Λολίτα», οι μεγαλύτερες επιτυχίες του Κιούμπρικ δεν είχαν έρθει ακόμα. Όπως η επόμενη, για παράδειγμα, το σπαρταριστό «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» (Dr. Strangelove; or, How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb) του 1964, η πεσιμιστική ψυχροπολεμική κωμωδία που γεννήθηκε μάλιστα στα πλατό, καθώς αρχικά ο Κιούμπρικ σκεφτόταν να την κάνει δράμα, συνειδητοποίησε ωστόσο σύντομα ότι το όλο πράγμα έβγαινε σε φάρσα!
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα τα περάσει ο Κιούμπρικ σκαρώνοντας το μεγάλο του αριστούργημα και μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των κινηματογραφικών εποχών. Μιλάμε φυσικά για το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» (1968), το μεταφυσικό και δυστυπικό έπος επιστημονικής φαντασίας του Άρθρουρ Κλαρκ, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά ο Στάνλεϊ στο σενάριο. Τον HAL 9000 κανείς σινεφίλ δεν μπορεί να τον ξεχάσει…
Δεκαετία του 1970 και τελευταία φιλμ
Άλλα τέσσερα χρόνια θα περνούσαν για την ετοιμασία του «Barry Lyndon» (1975), άλλο ένα βιβλίο που προσάρμοσε ο μανιώδης και τελειομανής δημιουργός για τον κινηματογράφο. Η εμμονή εδώ του σκηνοθέτη να κινηματογραφεί μόνο με φυσικό φως (περιλαμβανομένων σκηνών μόνο με κεριά) ανάγκασε στη δημιουργία μιας νέου τύπου κινηματογραφικής μηχανής!
Για την επόμενη δουλειά του ο Κιούμπρικ αναζητούσε ένα μπεστ σέλερ και διάβασε είναι η αλήθεια πολλά. Πάρα πολλά. Κατέληξε τότε στην ανεπανάληπτη «Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ, ένα βιβλίο τρόμου που μετατράπηκε στα μαεστρικά χέρια του σε αρχέτυπο κινηματογραφικής φρίκης.
Άλλα εφτά χρόνια θα περνούσαν για να κάνει ο Κιούμπρικ το νέο του φιλμ, επιστρέφοντας σε ένα είδος που είχε ξανακάνει. Δεν επανέλαβε φυσικά τον εαυτό του, καθώς το «Paths of Glory» ήταν μεν αντιπολεμικό φιλμ, το ολοκαίνουριο όμως «Full Metal Jacket» (1987) έψαχνε να εξερευνήσει τον πόλεμο ως ευρύτερο φαινόμενο, να μιλήσει για την πλύση εγκεφάλου των αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ και να φέρει σε πρώτο πλάνο την ανθρώπινη αποκτήνωση που συνεπάγονται οι μάχες. Όλο το φιλμ είναι μάλιστα γυρισμένο στη Βρετανία (ένα παλιό εργοστάσιο αερίου λειτούργησε ως η πολιορκημένη βιετναμέζικη πόλη Hue), αν και αυτό δεν φαίνεται να συγκίνησε το κοινό που του γύρισε αρχικά την πλάτη.
Στα μέσα του 1990, ο Κιούμπρικ άρχισε να δουλεύει σε ένα σενάριο που θα γύριζε τελικά ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ως «A.I.: Artificial Intelligence» (2001): ο Κιούμπρικ αποφάσισε πως η παροιμιώδης λογική του Σπίλμπεργκ ήταν καταλληλότερη για το εγχείρημα, κι έτσι αποφάσισε να του παραχωρήσει την καρέκλα του σκηνοθέτη, κρατώντας πάντως τα ηνία του παραγωγού. Παρά ταύτα, η τελειομανία του έκανε και πάλι την εμφάνισή της και ο παραγωγός Κιούμπρικ καθυστερούσε επίτηδες τα γυρίσματα μέχρι να αναπτυχθεί η τεχνολογία των ειδικών εφέ τόσο ώστε να μπορεί να αποκαλυφθεί το όραμά του!
Παρά το γεγονός ότι η σκηνοθετική καριέρα του Κιούμπρικ κράτησε για περισσότερο από μισό αιώνα, ο τελειομανής σκηνοθέτης γύρισε μόλις 13 ταινίες. Κι όμως, φτάνουν και περισσεύουν για να τον στείλουν στο πάνθεο των δημιουργών της έβδομης τέχνης, επηρεάζοντας τους επιγόνους του και δίνοντας στο κινηματογραφόφιλο κοινό κάτι να θυμάται για πάντα.