Άλλα σοκαριστικά και άλλα σπαραξικάρδια, άλλα διεισδυτικά και άλλα αποκαλυπτικά, τα ντοκιμαντέρ είναι ένα είδος ταινιών που διευρύνουν τους ορίζοντες του θεατή, εισάγοντάς τον σε κόσμους άγνωστους. Ή μυστικούς.
Κι αν οι ταινίες μυθοπλασίας χρησιμοποιούν πολλές φορές αυτό το δέλεαρ του «βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα», τα φιλμ τεκμηρίωσης δεν το χρειάζονται, μιας και είναι η αλήθεια η ίδια και χωρίς μάλιστα αναισθητικό.
Λένε συχνά πως τίποτα δεν μπορεί να καπελώσει ένα καλό ντοκιμαντέρ. Μια από αυτές τις ταινίες που είναι φτιαγμένες δηλαδή να μιλούν για την πραγματικότητα με κινηματογραφικό τρόπο.
Τι δίνει όμως σε ένα ντοκιμαντέρ τον χαρακτηρισμό του σημαντικού; Το να τραντάξει συθέμελα το κοινωνικό οικοδόμημα με μια καλά κρυμμένη αλήθεια; Το να μαρτυρήσει ένα από αυτά τα μυστικά που μοιάζουν συνωμοσιολογία; Ή μήπως να ακολουθήσει απλώς μια μπάντα στο ταξίδι της ως τη δόξα;
Όλα προφανώς, καθώς είναι περισσότερο οι προθέσεις και η πραγμάτευση του θέματος παρά το ίδιο το θέμα αυτό που ενδιαφέρει τους ντοκιμαντερίστες. Κάποιες από τις μεγαλύτερες στιγμές στην κινηματογραφική ιστορία είναι λοιπόν σκηνές που ξεπήδησαν από τον χώρο της τεκμηρίωσης.
Σκηνές σαν αυτές δηλαδή…
Ένα από τα αξεπέραστα αριστουργήματα του σοβιετικού κινηματογράφου έμελλε να είναι και ένα από τα πρώτα ντοκιμαντέρ. Μόνο που η εκπληκτική δουλειά του ρώσου πιονέρου Τζίγκα Βερτόφ είναι πολλά παραπάνω, ένα σωστό πείραμα που δημιούργησε μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, μια από τις πιο όμορφες και πρωτοπόρες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, ένας βωβός ύμνος για όλους τους σινεφίλ εκεί έξω, ένα άμεσο μάθημα για τη δύναμη της κινηματογράφησης.
Ο οπερατέρ γίνεται εδώ ντοκιμαντερίστας, μάγος και κασκαντέρ για να μας παρουσιάσει τη ζωή στις σοβιετικές μεγαλουπόλεις της εποχής. Και η κάμερά του εστιάζει σε ό,τι έχει σημασία, τον άνθρωπο και τις μηχανές του, παραδίδοντας ένα ατόφιο διαμάντι της έβδομης τέχνης σε μια εποχή που το σινεμά έψαχνε ακόμα το κινηματογραφικό ιδιάζον του.
Η κάμερα γίνεται μάτι και βλέπει έναν κόσμο χωρίς ηθοποιούς, σκηνικά και σενάριο, σε ένα πεντακάθαρο σινεμά γεμάτο τεχνικές πρωτοπορίες. Μια πραγματική αισθητική επανάσταση, μια πολιτική πρόταση από αυτές που δεν ξανάγιναν και δεν θα ξαναγίνουν. Ενενήντα χρόνια πέρασαν και είναι ό,τι πιο φρέσκο στο είδος…
Λίγο περισσότερο από 9 ώρες διαρκεί το κατά γενική ομολογία καλύτερο ντοκιμαντέρ στην ιστορία του σινεμά, ένα προσωπικό οδοιπορικό 11 ετών που σφράγισε την καταγραφή του Ολοκαυτώματος των εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Η επικών προδιαγραφών τεκμηρίωση του Κλοντ Λανζμάν τον έφερε σε 14 χώρες για να καταγράψει τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη ή την προκάλεσαν.
Το σπαραχτικό αυτό αριστούργημα των 566 λεπτών με τις χιλιάδες ώρες προσωπικών εξομολογήσεων δεν χρειάζεται μάλιστα αρχειακό υλικό από τα κολαστήρια του θανάτου. Δεν θα δείτε ούτε μία σκηνή με σκελετωμένα παιδάκια ή στοίβες πτωμάτων. Το «Shoah», «καταστροφή» στα εβραϊκά, παραμένει το ανυπέρβλητο ορόσημο του κόσμου των ντοκιμαντέρ, ένα διαμάντι τεκμηρίωσης της συλλογικής μνήμης που πρέπει να διατηρηθεί για μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες του 20ού αιώνα.
Ο Λανζμάν ιχνογραφεί το χρονικό του θανάτου με μόνη πυξίδα το ίδιο το υλικό του ντοκιμαντέρ: τη μαρτυρία. Οι εβραίοι επιζώντες, οι Πολωνοί που έβλεπαν τα τρένα να περνούν και οι γερμανοί αξιωματικοί αρκούν για να σκιαγραφήσουν το χρονικό της φρίκης χωρίς να πρέπει να μπει η κάμερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ή να επιστρατευτεί το παρελθόν. Το παρόν είναι εδώ και θυμάται…
Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ μνημονεύεται συνήθως ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς θριάμβους όλων των κινηματογραφικών εποχών: μια ταινία που κόστισε μόλις 65.000 δολάρια και έφερε πίσω πάνω από 20 εκατομμύρια! Μόνο που είναι κρίμα να θυμόμαστε μόνο γι’ αυτό ένα ντοκιμαντέρ που προκάλεσε ρίγη αποστροφής στο παγκόσμιο κοινό και οδήγησε σε μια ομοβροντία αντίστοιχων ταινιών τεκμηρίωσης.
Τι πιστεύετε πως θα συμβεί αν τραφείτε για έναν μήνα αποκλειστικά με γεύματα από τα McDonald’s; Αυτό διερωτήθηκε ο Μόργκαν Σπέρλοκ όταν αποφάσισε να διεισδύσει στα άδυτα μιας από τις πλέον επικερδείς βιομηχανίες και να δει την υγεία του να πάει από το κακό στο χειρότερο. Ναι, μέσα σε 30 μόλις ημέρες!
Ως ένα ντοκιμαντέρ που μπλέκει τα νερά μεταξύ τεκμηρίωσης και ριάλιτι, το αυτοκαταστροφικό πείραμα του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη στον εαυτό του σε μαγκώνει σαν αγκίστρι φέρνοντάς σε ενώπιον μιας άβολης αλήθειας. Πού τελειώνει η ευθύνη της επιχείρησης και του κλάδου και πού αρχίζει η προσωπική ευθύνη; Αυτό αναζητά η γερή αυτή γροθιά στον σύγχρονο τρόπο ζωής…
Δέκα χρόνια πριν τη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ, ο κόσμος του σινεμά παραμιλούσε για μια άλλη «Γραμμή», αυτή του Έρολ Μόρις, ένα ντοκιμαντέρ που κατάφερε να απελευθερώσει κάποιον από τη φυλακή! Και τον θάνατο. Η αποφασιστικότητα του σκηνοθέτη να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από έναν φόνο ανάγκασε τελικά σε εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης και αθώωσης του θανατοποινίτη.
Ο 26χρονος Randall Dale Adams είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τον φόνο ενός αστυνομικού στο Ντάλας του Τέξας το 1976, ένα έγκλημα που εκείνος ισχυριζόταν πως δεν είχε κάνει. Όχι ότι τον άκουγε κανείς, μέχρι να αναβιώσει τουλάχιστον ο Μόρις το χρονικό της υπόθεσης στο σελιλόιντ, να πάρει τις δικές του συνεντεύξεις από τους πρωταγωνιστές και να αποδείξει περίτρανα τις κακοδικίες που έλαβαν χώρα κατά την ακροαματική διαδικασία.
Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ, τα αμερικανικά δικαστήρια αποφάνθηκαν πως ο Adams ήταν αθώος. Η πολυσυζητημένη και πολυβραβευμένη ταινία που έσωσε τον κατάδικο από την εσχάτη των ποινών αποθεώνεται διαχρονικά για την ερευνητική της μεθοδολογία, αυτό που έλεγε καλύτερα ο πάντα υπέροχος Μόρις: «Υπάρχει η αλήθεια, αλλά συχνά έχουμε ισχυρό συμφέρον να την αγνοούμε ή να την αρνούμαστε».
Ένα ντοκιμαντέρ που ισοπεδώνει άνετα κάθε αστυνομικό θρίλερ που έχετε δει εκεί έξω…
Για πέντε σχεδόν χρόνια, ο περιβόητος γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ προσπαθούσε απέλπιδα να ολοκληρώσει μια από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές στην ιστορία του σινεμά: την ταινία του «Φιτζκαράλντο» (1982), την ιστορία ενός ανθρώπου αποφασισμένου να φτιάξει μια όπερα στη μέση της ζούγκλας, για τις ανάγκες της οποίας έπρεπε να σύρει ένα ποταμόπλοιο 320 τόνων στα βουνά και τα λαγκάδια.
Τα προβλήματα της παραγωγής έμειναν θρυλικά, καθώς ο κινηματογραφιστής τα ήθελε όλα αυθεντικά, και περιλάμβαναν από αρρώστιες και αεροπορικά δυστυχήματα μέχρι και εκείνον τον πόλεμο των τοπικών φυλών της Λατινικής Αμερικής! Και το σύρσιμο του καραβιού του ατμόπλοιου φυσικά! «Τι ωθεί τον Χέρτζογκ να κάνει ταινίες που αμφισβητούν τη λογική του και θέτουν σε κίνδυνο τη δική του ζωή αλλά και των συνεργατών του;», αναρωτιόταν δικαιολογημένα ο μεγάλος κριτικός Ρότζερ Έμπερτ.
Αυτό είναι το ντοκιμαντέρ του Λες Μπλανκ, ένα ιδιοσυγκρασιακό οδοιπορικό στα χαοτικά γυρίσματα του κόσμου του Βέρνερ Χέρτζογκ. Δεν είναι όμως το τυπικό making-of μιας ταινίας, αλλά μια συγκλονιστική ιστορία για την ανθρώπινη επιβίωση. Και τον θρίαμβο της θέλησης.
Η σπουδαιότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ για το γύρισμα μιας ταινίας έφερε στο προσκήνιο ακόμα και πράγματα που ξέφυγαν από τον Χέρτζογκ…
Τι ντοκιμαντέρ θα γύριζε άραγε ο Όρσον Γουέλς αν όχι ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ που περιστρέφεται γύρω από τη φύση του αγαπημένου μας ψέματος: του κινηματογράφου; Πολυεπίπεδο και σκοτεινό, το κολοσσιαίο «F for Fake» είναι ένα οπτικό δοκίμιο πάνω στην έννοια της αλήθειας και του ψεύδους στην τέχνη από τα χεράκια του μάγου Γουέλς.
Ο οποίος παίζει ανεμπόδιστα εδώ με τη σχέση ανάμεσα στο αυθεντικό και το πλαστό, την αλήθεια και την αφήγηση, την τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία. Το φιλμ του ξεκινά από την πραγματική βιογραφία ενός πλαστογράφου έργων τέχνης και καταλήγει σε ένα σατιρικό docudrama που ο ίδιος χαρακτήριζε «μια αληθινή ιστορία για ψέματα».
«Το κάνω γιατί κι εγώ είμαι ένας τσαρλατάνος», λέει στην αρχή του ντοκιμαντέρ ο Γουέλς, κλείνοντάς μας το μάτι για την ψευδαίσθηση που είναι ο κινηματογράφος. Αλλά και το πώς αυτή η οπτική απάτη μπορεί να πει πραγματικές ιστορίες. Ο Γουέλς συνομιλεί με τον πραγματικό πλαστογράφο που ταρακούνησε όσο κανείς τα θεμέλια του εμπορίου τέχνης και αναρωτιέται αν ένας απατεώνας (της εικόνας, όπως ο σκηνοθέτης) μπορεί να πει την ιστορία ενός άλλου απατεώνα. Τέτοια σπουδή στο ψέμα δεν ξανάγινε…
Το καλύτερο αθλητικό ντοκιμαντέρ ήταν ένας σίφουνας της έβδομης τέχνης που επηρέασε τα πάντα γύρω του, από την τεκμηρίωση μέχρι και τη μυθοπλασία. Καταγράφει τη συγκινητική ιστορία δυο νεαρών Αφρααμερικάνων που προσπαθούν να ξεφύγουν από την κακή τους τη μοίρα και να φτάσουν ως το NBA. Σαν ταινία δηλαδή. Αυτό που επιχειρεί όμως είναι μια αποκαλυπτική ανατομία του αμερικανικού ονείρου, με μπασκετικό εδώ περίβλημα.
Πλάι στο ατόφιο, το αληθινό μπάσκετ που παίζεται από πραγματικούς παίκτες στην πραγματική ζωή, το σπουδαίο ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τα όνειρα των μαύρων πιτσιρικάδων και τη βίαιη προσγείωσή τους στη λευκή Αμερική, αυτό το μείγμα εφηβικής φιλοδοξίας και ενήλικης σφαλιάρας. Το υποψήφιο αρχικά για Όσκαρ (η Ακαδημία απέσυρε μετά σκανδαλωδώς την υποψηφιότητα!) ντοκιμαντέρ του Στιβ Τζέιμς ακολούθησε πιστά τα δυο πιτσιρίκια για 5 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή τους, δείχνοντας πώς πρέπει να φτιάχνονται οι ταινίες τεκμηρίωσης στα μοντέρνα κινηματογραφικά χρόνια…
Το λεγόμενο φυσιοδιφικό ντοκιμαντέρ ήταν κάποτε ένα παραγνωρισμένο είδος, αποκλειστικά για επιστήμονες ή κολλημένους με την άγρια φύση. Και μετά ήρθε το BBC, ο Ντέιβιντ Ατένμπορο και ένας ταγμένος παραγωγός (Alastair Fothergill) να μας δείξουν τι σημαίνει φυσική μαγεία. Και να κάνουν φυσικά χολιγουντιανές υπερπαραγωγές να ωχριούν μπροστά του σε δράση, συγκίνηση και μεγάλες εικόνες!
Το εκθαμβωτικό πορτρέτο του πλανήτη ήταν άλλη μια δουλειά της δημιουργικής ομάδας που ευθυνόταν για τη σειρά «Blue Planet», μόνο που εδώ τα έδωσαν όλα. Αυτά τα 4 χρόνια της παραγωγής απέδωσαν εικόνες της Γης που δεν είχε ξαναδεί κανείς, κινηματογραφημένες μάλιστα για πρώτη ποτέ φορά σε υψηλή ανάλυση.
Η επική ιστορία του πλανήτη μας και της ζωής πάνω, κάτω και μέσα σε αυτόν έφερε 71 οπερατέρ σε 204 τοποθεσίες 62 χωρών για περισσότερες από 2.000 μέρες γυρισμάτων, δίνοντάς μας ένα ντοκιμαντέρ που τα είχε όλα: δράμα, ρομάντζο, δράση, ανατριχίλα, γέλιο, συγκίνηση, περιπέτεια, θέαμα, τροφή για σκέψη. Και τον καλύτερο αφηγητή του κόσμου, προς Θεού.
«Planet Earth» και «Blue Planet» (Ι και ΙΙ, αλίμονο), ακόμα και το «Our Planet», έκαναν αυτή την κλισεδούρα «κόβει την ανάσα» να ακούγεται πραγματικά λίγη. Όχι απλώς καλύτερη σειρά ντοκιμαντέρ όλων των εποχών, αλλά πιθανότατα και καλύτερη σειρά γενικώς…