Οι ταινίες που βασίζονται περισσότερο ή λιγότερο χαλαρά σε ιστορικά γεγονότα βάζουν τα δυνατά τους να αποτυπώσουν τις πραγματικές συνθήκες των γεγονότων που αφηγούνται.
Μόνο που όταν μιλάμε για δράματα που απεικονίζουν τραγικά γεγονότα, είναι συνήθως η πραγματικότητα αυτή που βάζει τα γυαλιά στην έβδομη τέχνη σε όρους φρίκης και τρόμου.
Οι δημιουργοί, όταν εγκαλούνται, δικαιολογούνται πως τα φιλμ τους εξυπηρέτησαν κινηματογραφικές σκοπιμότητες ή εναρμονίστηκαν με τις σύγχρονες ευαισθησίες του κοινού, κρατώντας το υλικό τους σε πιο μετριοπαθή επίπεδα.
Κι όμως, μια αντιπαράθεση με την ιστορική αλήθεια μπορεί να ξεγυμνώσει την ταινία ή να αναδείξει αντιθέτως τους χειρισμούς που υπέστη, είτε για καλό είτε για κακό.
Αν είναι όμως να πειράξεις το παρελθόν, ας είναι τουλάχιστον υπέρ της κινηματογραφικής τέχνης…
Ένα από τα εξόχως τραγικά στοιχεία του υπέροχου φιλμ που δεν απεικόνισε επαρκώς ο Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν η ιστορική πραγματικότητα του αυτοκράτορα Κόμμοδου. Μια πραγματικότητα απείρως ζοφερότερη από την αναπαράστασή της στο πανί. Ο Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος ήταν ένας άνθρωπος τόσο απάνθρωπος και αχρείος που θα ήταν δύσκολο να πιστέψεις πως θα έδειχνε τέτοια επιείκεια με τον Μάξιμο και θα τον άφηνε να ζήσει μετά την προσβολή του στην αρένα.
Σε ένα πραγματικό περιστατικό από τη ζωή του, όταν ένας μονομάχος έδειξε έλεος στον αντίπαλό του, σαν τη σκηνή που βλέπουμε στο φιλμ δηλαδή, ο Κόμμοδος διέταξε να τους δέσουν μαζί και να τους αναγκάσουν να παλέψουν μέχρι θανάτου. Την ίδια στιγμή, ζήλευε θανάσιμα τους δημοφιλείς μονομάχους και ήταν γνωστό πως έβαζε να τους σκοτώσουν, ανησυχώντας για τη λαοφιλία τους.
Ήταν όμως και το άλλο, πως παρά τα δεινά που έφερε στην καθημερινότητας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο θάνατός του δεν παλινόρθωσε τη δημοκρατία ή αποκατέστησε την ειρήνη. Κάθε άλλο! Ο στραγγαλισμός του στο λουτρό από τον συνωμότη προπονητή του οδήγησε σε έναν νέο κύκλο βίας και αρπαγών του θρόνου. «Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων» ονομάστηκε χαρακτηριστικά η ταραχώδης περίοδος μετά τον θάνατό του.
Και βέβαια ο «Μονομάχος» δεν συνέλαβε ούτε στο ελάχιστο τη μοχθηρία και τη βαναυσότητα του ανεκδιήγητου αυτοκράτορα που έσερνε στο Κολοσσαίο καραβιές από ανάπηρους και τραυματίες για να τους αντιμετωπίσει ως μονομάχος ίσος προς ίσο! Σκότωσε, λεηλάτησε τα ταμεία της Συγκλήτου, μετονόμασε ακόμα και τους μήνες του χρόνου στα ονόματά του…
Κανείς δεν αντιλέγει πως το κλασικό πια φιλμ του Τζέιμς Κάμερον δεν δείχνει τα πράγματα σε όλη τους την τραγικότητα. Μόνο που όπως και να το κάνουμε η ταινία υπολείπεται κατά πολύ της αδιανόητης τραγωδίας που έλαβε χώρα στην πραγματική ζωή. Ακόμα και μέρες μετά το ναυάγιο, το σημείο της βύθισης δεν ήταν παρά ένα απέραντο νεκροταφείο, με εκατοντάδες πτώματα να επιπλέουν στην επιφάνεια.
Όσοι τα έζησαν, είτε ως θύματα είτε ως διασώστες, είπαν πως αντίκριζαν συνεχώς ανατριχιαστικές εικόνες με μάνες να κρατάνε σφιχτά τα παιδιά στην αγκαλιά τους, ακόμα και ολόκληρες οικογένειες πιασμένες χέρι-χέρι.
Ακόμα και για σορούς που έφεραν πάνω τους τραύματα από σφαίρες έκαναν λόγο οι αναφορές και οι εκθέσεις των ιατροδικαστών, επιβεβαιώνοντας τις μαρτυρίες όσων επιβίωσαν που μιλούσαν για σωστό πανικό και χάος που επικράτησε κατά τις τελευταίες στιγμές του «Τιτανικού».
Κι ενώ το τραγικό ρομάντζο μεταξύ Τζακ και Ρόουζ παραμένει θρυλικό στην επικράτεια της έβδομης τέχνης, είναι ασφαλέστερο να υποθέσει κανείς πως ούτε κι εκείνη θα επιβίωνε πάνω στην ξύλινη σχεδία στα παγωμένα νερά του βόρειου Ατλαντικού, καθώς όπως έχουν υπολογίσει από την υποθερμία και το ψυχρό σοκ ο θάνατος θα ερχόταν σε 15 λεπτά…
Μια ταινία περισσότερο γνωστή για τις ιστορικές της ανακρίβειες στην απεικόνιση της μάχης του σκληροτράχηλου πολεμιστή Γουίλιαμ Γουάλας κατά των Βρετανών, το εξιδανικευμένο πλαίσιο του φιλμ δεν κατάφερε να αποτυπώσει ούτε την καταληκτική τραγωδία με την εκτέλεση του εθνικού ήρωα των Σκοτσέζων.
Στην ταινία βλέπουμε μεν τον αποκεφαλισμό του, ο σκηνοθέτης Μελ Γκίμπσον μας γλίτωσε όμως από τα πραγματικά ανατριχιαστικά που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεσή του. Γιατί στην πραγματικότητα τον έβγαλαν από τα μπουντρούμια του Πύργου του Λονδίνου και τον περιέφεραν γυμνό πάνω σε άλογο στους δρόμους της πόλης, πριν ξεκινήσει το κυρίως μαρτύριο.
Τον μαστίγωσαν, τον κρέμασαν στην αγχόνη και λίγο πριν ξεψυχήσει, τον αποδέσμευσαν από το σχοινί, ώστε να τον ευνουχίσουν, να του σκίσουν τις σάρκες και να του βγάλουν τα σπλάχνα, τα οποία έκαψαν μπροστά του, πριν του πάρουν τελικά το κεφάλι. Τα δεινά του δεν τέλειωσαν μάλιστα με τον θάνατό του, καθώς μετά το σώμα του διαμελίστηκε στα τέσσερα και εκτέθηκε σε ισάριθμες πόλεις της Σκοτίας. Όσο για το κεφάλι του, το παλούκωσαν στο Λονδίνο. Ήταν προδότης για τους Βρετανούς κι έτσι τους τιμωρούσαν, με «κρεμάλα, πνιγμό και διαμελισμό»…
Την ώρα που το φιλμ του Τέρι Τζορτζ έφερε πιο κοντά στη Δύση τη γενοκτονία που έλαβε χώρα στη Ρουάντα δέκα χρόνια πρωτύτερα, όταν 850.000 περίπου Τούτσι θανατώθηκαν από τους Χούτου, άφησε πολλά έξω από το πανί. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον λεγόμενο «αφρικανό Σίντλερ» και την πραγματική ιστορία του ξενοδόχου Paul Rusesabagina που έδωσε καταφύγιο στους κατατρεγμένους Τούτσι στο ξενοδοχείο του, σώζοντάς τους από τα παραστρατιωτικά τάγματα των Χούτου.
Το «Hotel Rwanda» δεν αφηγήθηκε όμως ποτέ τον πραγματικό τρόμο τόσο της ίδιας της γενοκτονίας όσο και των επακόλουθών της. Ακόμα χειρότερα, το φιλμ διαλέγει πλευρά, αυτή του ξενοδόχου, παρά τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του Rusesabagina πως ό,τι έκανε το έκανε για τα λεφτά που έπαιρνε από τους κυνηγημένους. Αυτό είπαν τουλάχιστον αρκετοί από τους Τούτσι που επιβίωσαν, κατηγορώντας τον για πολλά ακόμα, όπως ας πούμε ότι έκανε τα πάντα για να διώξει τους Κυανόκρανους του ΟΗΕ από το ξενοδοχείο του.
Ακόμα και ο ίδιος ο Rusesabagina κατηγόρησε την ταινία για το τέλος της, όταν δείχνει αυτόν και τη γυναίκα του να καταφεύγουν σε μια καλοοργανωμένη δομή προσφύγων του ΟΗΕ. «Τελείως ψέμα» το χαρακτήρισε ο αμφιλεγόμενος ξενοδόχος, λέγοντας πως ήταν περισσότερο ένα κατεστραμμένο στρατόπεδο όπου έπρεπε να ψάχνουν καθημερινά για φαγητό για να μη λιμοκτονήσουν. Το φινάλε ήταν το κλασικό χολιγουντιανό καλό τέλος, είπε ο Rusesabagina, κάτι που δεν είχε καμία σχέση με την τραγική πραγματικότητα…
Το κλασικό πολεμικό που αφηγείται τη μαζική απόδραση των βρετανών αιχμαλώτων πολέμου από το ναζιστικό στρατόπεδο Stalag Luft III (στη σημερινή Πολωνία) κατά το 1944 ακολουθεί στις βασικές γραμμές της την πραγματική ιστορία, μόνο που μένει πιστότερο στη χολιγουντιανή συνταγή της επιτυχίας. Αυτό που μας δείχνει ουσιαστικά είναι μια φανταστική εκδοχή της αυθεντικής ιστορίας, καθώς οι εμπορικοί συμβιβασμοί έβαλαν ακόμα και Αμερικανούς να συμμετέχουν στην απόδραση!
Η πραγματική απόδραση των βρετανών αιχμαλώτων είχε στο φιλμ πολύ από Αμερική εντός της, την ίδια ώρα που οι περισσότερες λεπτομέρειες της δραπέτευσης άλλαξαν στο πανί, υπερτονίζοντας την αμερικανική εμπλοκή στον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης.
Και βέβαια η μεγάλη απόδραση δεν ήταν παρά η τραγική εξαίρεση στα γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων του Β’ Παγκοσμίου, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των Συμμάχων που έπεφταν στα χέρια των Ναζί στέναζαν, ζώντας σε συνθήκες από απλώς ανυπόφορες ως και εξαιρετικά βάναυσες. Κάτι που έκανε την ικανότητα, ή ακόμα και την επιθυμία, για περίτεχνους σχεδιασμούς και τολμηρές αποδράσεις ιδιαιτέρως μακρινή.
Πόσο μάλλον που οι περισσότεροι ήταν υποσιτισμένοι και χωρίς τα πακέτα του Ερυθρού Σταυρού δεν θα επιβίωναν. Οι Σοβιετικοί το ήξεραν δυστυχώς πολύ καλά αυτό, καθώς από τα 5,7 εκατ. «κόκκινων» αιχμαλώτων πολέμου δεν γύρισαν παρά λιγότεροι από 3,3 εκατομμύρια άνθρωποι. Με λιγότερες από 700 θερμίδες τη μέρα, πού να βρεις τη δύναμη να σκάψεις τούνελ;