Από θεόγυμνες εμφανίσεις και μαζικές συνευρέσεις μέχρι αυτοϊκανοποίηση και κάθε γνωστή στον άνθρωπο σεξουαλική διαστροφή, δεν είναι λίγες ακριβώς οι φορές που η έβδομη τέχνη φλέρταρε επικινδύνως με την καθαρή πορνογραφία.
Κι όμως, πολλές από τις ερωτικές αυτές ακροβασίες παίχτηκαν σε multiplexes και αποκόμισαν ακόμα και κινηματογραφικές δάφνες. Κάποιες μάλιστα θεωρούνται αριστουργήματα, προκαλώντας τα χρηστά ήθη καθώς αποζήτησαν να μιλήσουν ανοιχτά για το σεξ. Συχνότατα μάλιστα, πολύ ανοιχτά!
Παρά την αφθονία βέβαια των πρόδηλων ερωτικών σκηνών και της σεξουαλικής παραφοράς, αυτά τα φιλμ δεν είναι πορνογραφία. Αντιθέτως, θεωρούνται πρόμαχοι της κινηματογραφικής ιδιοσυστασίας, μιας και άνοιξαν τη συζήτηση για το τι μπορεί και τι όχι να δειχτεί στο μεγάλο πανί, πηγαίνοντας τελικά την έβδομη τέχνη μπόλικα βήματα παρακάτω.
Πόσο μάλλον που έχουν συνήθως στους τίτλους τους μεγάλες σκηνοθετικές υπογραφές, καταξιωμένους δημιουργούς που δεν αποζητούσαν δηλαδή την πρόκληση για την πρόκληση. Προσέγγισαν όμως τόσο πολύ τα όρια της πορνογραφίας που η αποστροφή ήταν μεταξύ των αντιδράσεων του κοινού…
Ένας χήρος που χτυπήθηκε αλύπητα από τη ζωή βρίσκει καταφύγιο σε ένα παρισινό διαμέρισμα και τις εφευρετικότατες συνευρέσεις του με μια άγνωστη θέλοντας να αποδράσει από την καθημερινότητα. Το αριστούργημα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με τις προκλητικές ερωτικές σκηνές τρόμαξε τόσο τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν που ήθελε για πρωταγωνιστή που είπε τελικά «όχι», παίρνοντας τελικά τον ρόλο ο Μάρλον Μπράντο.
Η σκηνή του βιασμού με το βούτυρο ως λιπαντικό παραμένει ακόμα και σήμερα εμβληματική στο είδος της, μια σεκάνς εκτός σεναρίου που σκέφτηκαν Μπερτολούτσι και Μπράντο χωρίς να το ξέρει η Μαρία Σνάιντερ, μιας και ο σκηνοθέτης ήθελε ρεαλισμό και όχι υποκριτική. Η ίδια δήλωνε ακόμα ταπεινωμένη το 2007 και αποκαλούσε τον ιταλό μαέστρο «γκάγκστερ και προαγωγό», λέγοντας πως της έκλεψε τα νιάτα. Ο Μπερτολούτσι είπε το 2013, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Σνάιντερ, πως νιώθει ενοχές αλλά δεν μετανιώνει…
Το 1979 ήταν ώρα να δει το κοινό όργια, αιμομιξίες, βιασμούς και νεκροφιλίες στο πανί, με τον «Καλιγούλα» να διαφημίζεται πράγματι ως «η μόνη ταινία που τολμά να δείξει τη διαστροφή και την παρακμή της αυτοκρατορικής Ρώμης». Το σενάριο του Γκορ Βιντάλ σβήστηκε και ξαναγράφτηκε άπειρες φορές, οι σκηνοθέτες εγκατέλειπαν άρον-άρον τα γυρίσματα και οι διαφορετικές εκδόσεις της ταινίας που επιβίωσαν ως σήμερα είναι τόσες όσες και οι λογοκρισίες που υπέστη στις χώρες που προβλήθηκε.
Μέσα σε όλα, ο παραγωγός και τελευταίος σκηνοθέτης του φιλμ Μπομπ Γκουτσιόνε, ναι ο εκδότης του αντρικού περιοδικού «Penthouse», δεν παρέλειψε να προσθέσει και μια εξάλεπτη σκηνή πραγματικού ομαδικού σεξ που θα έκανε ενδεχομένως και τον ίδιο τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα Γερμανικό να ντραπεί για λογαριασμό του κινηματογραφικού εαυτού του. Η πιο διαβόητη κόπια («Io, Caligola»), η ιταλική των 210 λεπτών που τα περιείχε όλα, ακόμα και την ανατριχιαστική σκηνή με το μωρό, κυκλοφορούσε άλλοτε αποκλειστικά στο «ροζ» τμήμα των βιντεοκλάμπ Ευρώπης και Αμερικής…
Μια νέα εκδοχή των σιωπηλών εραστών του «Τελευταίου τανγκό» μας παρουσίασε το 2001 ο Πατρίς Σερό, παρέμεινε ωστόσο πιστός στην ωμότητα των ερωτικών σκηνών, κάνοντας ειδικούς και κοινό να ερίζουν για το αν ήταν πράγματι αυθεντικές οι συνευρέσεις. Εδώ ήταν μια πεολειχία που έκανε το φιλμ γνωστό παγκοσμίως και λίγο έλειψε να θάψει την καριέρα της Κέρι Φοξ. Μόνο που η ίδια επιμένει ακόμα πως το «Intimacy» είναι η καλύτερη δουλειά που έχει κάνει ποτέ στο σινεμά.
Ο Σερό έδειξε την ερωτική παραφορά χωρίς αναισθητικό και απέσπασε εξαιρετικές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο με τόσο εξαίσιο τρόπο που έφυγε με τη Χρυσή Άρκτο από το Φεστιβάλ του Βερολίνου. Κάποιοι δεν στάθηκαν στη σεξουαλική πρόκληση…
«Απροκάλυπτα προκλητική», «ισοπεδωτική», «ταινία-σοκ» και τέτοια πράγματα είπαν οι κριτικοί κινηματογράφου για την πλέον αμφιλεγόμενη δουλειά του Λάρι Κλαρκ που έσπευσαν Βρετανοί, Αμερικανοί και Αυστραλοί να απαγορεύσουν για προβολή στις χώρες τους. Και η αλήθεια είναι πως ήταν όλα αυτά, περιείχε πράγματι αληθινό σεξ μεταξύ των έφηβων ηθοποιών, σαδομαζοχιστικές σκηνές, αιμομιξίες και ερωτική βία. Να φανταστείτε, έγραφε ένας κριτικός, ο πιο ισορροπημένος χαρακτήρας στην ταινία είναι ένας τύπος που κοιμάται με τη μαμά της κοπέλας του!
Άλλοι πάλι δεν είδαν παρά την κενότητα και ματαιότητα των σχέσεων μιας παρέας ανηλίκων σε μια κωμόπολη της Καλιφόρνια. Όλοι θυμούνται πάντως τις σοκαριστικές σκηνές σκληρού πορνό μεταξύ των τσακισμένων νιάτων και των εξίσου ταλαιπωρημένων κηδεμόνων τους, σε μια απροκάλυπτα γυμνή ανατομία της αποξενωμένης δυτικής κοινωνίας…
«Πώς να κάνεις μια ταινία για το σεξ χωρίς σεξ;», διαμαρτυρόταν ο πάντα ανατρεπτικός Τζον Κάμερον Μίτσελ και τοποθέτησε την ταινία του στα άδυτα ενός εναλλακτικού κλαμπ που τα έχει όλα: ετερόφυλα ζευγάρια, ομοφυλοφιλικό έρωτα, στοματικό σεξ, ανταλλαγή συντρόφων, αυτοϊκανοποίηση, εκσπερμάτιση. Και δεν φείδεται καθόλου στις περιγραφές, ω, κάθε άλλο!
Μόνο που στο ακομπλεξάριστο διαμαντάκι του Μίτσελ ό,τι γίνεται, δεν γίνεται για χάρη της πρόκλησης. Κάθε γλείψιμο και κάθε ρούφηγμα δεν είναι παρά ένας χαρακτήρας, ένα μικρό κοινωνικο-πολιτικό σκαρίφημα της ψυχοσύνθεσής του. Οι σκηνές πραγματικού σεξ και η φάτσα-κάρτα προβολή τους στο πανί ενόχλησαν φυσικά πολλούς. Μόνο που ο σκηνοθέτης το είχε δηλώσει από την αρχή πως «θέλω να δείξω το σεξ με νέους κινηματογραφικούς τρόπους, γιατί παραείναι ενδιαφέρον για να το αφήσουμε στην πορνογραφία»…
Η Αντέλ Εξαρχόπουλος προκάλεσε ερωτικά σκιρτήματα στον πλανήτη με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών και τις άφθονες και μακρόσυρτες σκηνές ομοφυλοφιλικού έρωτα. Περισσότερο ερωτική παρά προκλητική, η ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς παραμένει ωστόσο αμφιλεγόμενη, καθώς μερίδα του κοινού άσκησε κριτική για τις απροκάλυπτες σκηνές και τον διάχυτο λεσβιακό ερωτισμό.
Η περιπετειώδης σχέση της άβγαλτης μαθήτριας με τη δυναμική κοπέλα με τα μπλε μαλλιά ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από δυο κοπέλες στο κρεβάτι με την κάμερα κολλημένη πάνω τους. Αισθησιακή, ψυχολογικά διεισδυτική και με πρόδηλο κοινωνικό σχόλιο, είναι μια υπέροχη ιστορία ενηλικίωσης που αποχαιρετά την εποχή της αθωότητας τόσο της Αντέλ όσο και του ίδιου του σινεμά…
Το ερωτικό ξύπνημα της Σαρλότ Γκενσμπούρ στο κολασμένο έπος του Λαρς Φον Τρίερ φιλοξενεί κάθε σεξουαλική παρέκκλιση που έχει αναγνωρίσει η ψυχιατρική και είναι λες και πρωταγωνιστούν πορνοστάρ παρά ηθοποιοί. Πορνοστάρ χρησιμοποιήθηκαν φυσικά στα γυρίσματα, δανείζοντας τμήματα του σώματός τους όταν οι ηθοποιοί έλεγαν «όχι» στις απαιτήσεις του δανού προβοκάτορα.
Ο θρύλος θέλει μάλιστα τον Σάια Λαμπέφ να παίρνει τον ρόλο στέλνοντας στον Τρίερ εν είδει οντισιόν ένα ερασιτεχνικό sex tape που είχε γυρίσει στο σπίτι του! Σκάνδαλο του Φεστιβάλ Βερολίνου το πρώτο μέρος, ταινία-σοκ της Βενετίας το δεύτερο, όλοι περίμεναν τις uncut εκδοχές των πεντάωρων (και βάλε) περιπετειών της νυμφομανούς για να δουν ως πού μπορεί να φτάσει η διαστροφή του Τρίερ. Και έφτασε πολύ μακριά είναι η αλήθεια με το καλλιτεχνικό αυτό πορνογράφημα, την κοπιαστική πραγματεία για το σεξ και τα όριά του…
«Η ταινία δεν προορίζεται για αυνανισμό», προειδοποιούσε το σινεφίλ κοινό η μία από τις δύο γαλλίδες σκηνοθέτριες αυτού του εξόχως ιδιαίτερου φιλμ εκδίκησης, «δεν είναι πορνό», επέμενε. Μόνο που και οι δύο δημιουργοί είχαν εμφανιστεί σε πορνοταινίες στο παρελθόν, όπως και οι δύο πρωταγωνίστριες του «Γ@μησέ με», όπως ήταν ο ελληνικός του τίτλος.
Το φιλμ περιείχε άφθονες σκηνές στοματικού σεξ και διεισδύσεων που έσκαγαν σαν συνειδησιακές σφαλιάρες στην οθόνη, διανθισμένες με βία, τραχύτητα και ωμότητα, λες και προορίζονταν πράγματι για να διεγείρουν το κοινό που στρέφεται στην πορνογραφία. «Είναι σαν το ‘‘Θέλμα και Λουίζ’’ με πραγματική διείσδυση», ήταν το καλύτερο πράγμα που βρήκε να πει η διεθνής κριτική για μια ταινία που τα όρια που τη διακρίνουν από το καθαρό πορνό δύσκολα αναγνωρίζονται. Παραμένει απαγορευμένη για κινηματογραφική προβολή σε περισσότερες χώρες απ’ όσες επιτρέπεται…
«Τσόντα των κουλτουριάρηδων» αποκαλούσαν θρυλικά το ερωτικό έπος του τεράστιου Ναγκίσα Οσίμα, μια ταινία που η θεωρία του κινηματογράφου πέρασε πολλά χρόνια προσπαθώντας να δει αν χωρά στην επικράτεια της έβδομης τέχνης. Το γεγονός ότι προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης απάλλαξε από τη ρετσινιά του πορνογραφήματος την ερωτική αυτή παραζάλη της υπηρέτριας και του αφεντικού της.
Παρά το γεγονός ότι έφερε τη σφραγίδα ενός εκ των μεγαλύτερων σκηνοθετών της Ιαπωνίας, η «Αυτοκρατορία» δεν πέρασε από τις επιτροπές λογοκρισίας πολλών χωρών. Ενώ όλοι αναγνώριζαν τη μεγαλειότητα του φιλμ, φάνηκε πως είχαν μεγάλο πρόβλημα με την κλιμάκωση των ερωτικών πειραμάτων και τη βίαιη κατάληξή τους στην πράξη της υπέρτατης ικανοποίησης. Αν υπάρχει πάντως μία ταινία που κάλεσε τον κόσμο να αποφασίσει αν ήταν τέχνη ή πορνό, μην ψάχνετε αλλού…