Από μπαρουτοκαπνισμένα ρομάντζα μέχρι αιματοβαμμένες μάχες, ο κινηματογράφος ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τη φρίκη του πολέμου, μια φρίκη που όσο να πεις γράφει ωραία στο πανί.
Η ανθρωπότητα λοιπόν εν μέσω της μεγαλύτερης πολεμικής σύγκρουσης που είδε ποτέ ο πλανήτης Γη αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί αγαπημένη θεματική τόσο των παραγωγών όσο και του κοινού. Για έναν πόλεμο εξάλλου που παραμένει η καλύτερη καταγραμμένη και αναλυμένη ανθρώπινη αιματοχυσία ανά τους αιώνες.
Ο ίδιος ο κινηματογράφος δεν είχε μετατραπεί άλλωστε στο καλύτερο όχημα προπαγάνδας ήδη από τις πρώτες ριπές του πολέμου εκεί στα 1939; Γιατί να μην το εκμεταλλευτεί και εμπορικά, βλέποντας την απήχησή του;
Μόνο που πια είναι τόσα πολλά και διαφορετικά τα φιλμ με τον Β’ Παγκόσμιο που δεν ξέρεις τι να διαλέξεις. Από σπαρταριστές κωμωδίες, δακρύβρεχτα δράματα και ευαίσθητες απεικονίσεις προσωπικών ιστοριών στο φόντο του πολέμου μέχρι πολυδάπανες ταινίες δράσης, περιπέτειες απόδρασης και ανεπανάληπτα ρομάντζα, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές εδώ.
Με μερικές χιλιάδες πια φιλμ που αφορούν στον Β’ Παγκόσμιο να ανοίγονται μπροστά μας, ο δρόμος της επιλογής είναι δύσκολος. Αν και, για να είμαστε ολότελα ειλικρινείς, μιλώντας για Β’ Παγκόσμιο το μυαλό πηγαίνει αβίαστα σε πολεμικές ταινίες, εκεί που ξεδιπλώνονται στο πανί όλα όσα πιστεύουμε πως είναι ο πόλεμος.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν μας χάρισε πρόσφατα την εκπληκτική «Δουνκέρκη» (2017) του, υπενθυμίζοντάς μας πως τα επικά πολεμικά δεν είναι παρελθόν. Όπως έκανε και ο Ταραντίνο με το «Άδωξοι μπάσταρδη» (2009) λίγα χρόνια πρωτύτερα, αναζωπυρώνοντας ένα ενδιαφέρον που δεν φαίνεται να καταλαγιάζει ποτέ.
Υπενθυμίζοντας αριστουργηματικά πολεμικά του Β’ Παγκοσμίου, τύπου «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» (1953), «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» (1961), «Η μεγάλη απόδραση» (1963), «Πάτον, ο θρύλος της Νορμανδίας» (1970), «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» (1998), αλλά και το διπλό αριστούργημα του Κλιντ Ίστγουντ «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα» (2006) και «Οι σημαίες των προγόνων μας» (2006), ώρα να μνημονεύσουμε και μερικούς ακόμα σταθμούς του είδους…
Την ώρα που τα περισσότερα πολεμικά του Β’ Παγκόσμιου περιστρέφονται γύρω από το ευρωπαϊκό θέατρο των μαχών ή το Περλ Χάρμπορ, το κλασικό φιλμ του μεγάλου Ντέιβιντ Λιν τοποθετείται σε ένα γιαπωνέζικο στρατόπεδο αιχμάλωτων πολέμου, όπου βρετανοί και αμερικανοί στρατιώτες αναγκάζονται να χτίσουν μια γέφυρα για να περάσει το τρένο από τον ποταμό Κβάι. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι η Συνθήκη της Γενεύης απαγόρευε ρητά τη χειρωνακτική εργασία στους αιχμαλώτους πολέμου.
Το βαρύ οσκαρικό πυροβολικό της κατηγορίας με τα εφτά χρυσά αγαλματίδια παραμένει εμβληματικό για την αναπαράσταση του πολέμου στο μυαλό των ανθρώπων. Εδώ ο επικεφαλής αντισυνταγματάρχης Νίκολσον (Άλεκ Γκίνες) παθιάζεται τόσο με την κατασκευή της γέφυρας ξεχνώντας πως φτιάχνεται για τον εχθρό. Είναι η αίσθηση του καθήκοντος ή η αυτοκαταστροφική τιμή που τον μετατρέπουν σε σχεδόν συνεργάτη του αντιπάλου; Κλασικό από κάθε άποψη και σε όλες τις πτυχές του, παραμένει αξεπέραστο θες δεν θες…
Την ίδια χρονιά που ο Στίβεν Σπίλμπεργκ χάριζε στους κινηματογραφόφιλους το δικό του ανεπανάληπτο πολεμικό, τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», τη δόξα έμελλε να την κλέψει ο Τέρενς Μάλικ, αν και αρκετά χρόνια αργότερα, καθώς στην εποχή της η «Λεπτή κόκκινη γραμμή» επισκιάστηκε από τον μετρ των blockbusters. Εκεί που ο «Ράιαν» αναφέρεται στη μεγαλειώδη απόβαση στη Νορμανδία, το φιλμ του Μάλικ (έπειτα από 20 χρόνια σιωπής) αποτελεί έναν βαθύ υπαρξιακό στοχασμό με πρόσχημα τον πόλεμο.
Εδώ μια ομάδα αμερικανών στρατιωτών κάνει απόβαση σε ένα νησάκι του νότιου Ειρηνικού, βροντοφωνάζοντας ένα παντοδύναμο αντιπολεμικό μήνυμα και πατώντας πάνω στις πάντα ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές. Πώς ενηλικιώνονται δηλαδή βιαστικά τα παιδαρέλια στον πόλεμο, πώς χάνουν την αθωότητά τους και πώς ακόμα και στη μάχη η ποιητική διάθεση μπορεί να κάνει την εμφάνισή της.
Είναι όμως και το άλλο: πως μόνο ο Τέρενς Μάλικ θα μπορούσε να έχει στο καστ των αστέρων του τους Μπίλι Μπομπ Θόρντον, Μάρτιν Σιν, Γκάρι Όλντμαν και Μίκι Ρουρκ και να τους κόψει τελικά οριστικά στο μοντάζ! Αναγκάζοντας την εταιρία παραγωγής να τρέχει να αλλάξει το προωθητικό υλικό και τα πόστερ…
Τι γίνεται όταν στείλεις όλα τα κατακάθια, όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας σε μια αποστολή αυτοκτονίας στη Βρετάνη της Γαλλίας, όπου θα μαζευτούν σε έναν πύργο δεκάδες υψηλόβαθμοι ναζί; Το υπερβίαιο στην εποχή του «Dirty Dozen» (εμπνευσμένο από τους πραγματικούς «Βρόμικους 13», μια ομάδα αμερικανών σαμποτέρ) έφερε κοντά πάμπολλα αστέρια της εποχής, παρουσιάζοντας μια ομάδα κακοποιών που δεν πολεμούν για την τιμή ή την πατρίδα, παρά για την προσωπική τους ελευθερία, μιας και όσοι από τους καταδίκους γλιτώσουν θα αφεθούν ελεύθεροι.
Εδώ είναι η πραγματική κινηματογραφική απόλαυση του πολέμου που τίθεται σε πρώτο πλάνο, καθώς αυτή η κομπανία των αθυρόστομων, ευερέθιστων και απείθαρχων στρατιωτών δεν ασπάζεται κανένα υψηλό ιδανικό, παρά την πάρτη τους και μόνο. Η «βρόμικη δωδεκάδα» είναι απείρως διασκεδαστική γιατί δεν θέλει να είναι τίποτα άλλο, ένα τσούρμο αντιήρωες δηλαδή συν έναν λοχία πιο κάθαρμα κι από τους ίδιους. Κι όμως, κάτω από την κωμική και ανάλαφρη επιφάνεια υποβόσκει το αληθινό πρόσωπο του πολέμου, μη γελιέστε. Απόλυτη αντρική πολεμική περιπέτεια τη χαρακτηρίζουν και δεν έχουν καθόλου άδικο…
Η πολυπληθέστερη μάζωξη χολιγουντιανών αστέρων σε μια ταινία αλλά και συντελεστών (όπως οι 4-5 σκηνοθέτες), ο θρύλος της κατηγορίας αφορά στην Απόβαση στη Νορμανδία ειπωμένη από την προοπτική των Αμερικανών, των Βρετανών, των Γάλλων και των Γερμανών. Έχοντας τη μορφή του (ψευδο-)ντοκιμαντέρ, γυρίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της στις πραγματικές τοποθεσίες των γεγονότων που περιγράφει, πληρώνοντας και 20.000 κομπάρσους να παίξουν τις συμμαχικές δυνάμεις!
Με όχημα τους Τζον Γουέιν, Χένρι Φόντα, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Ροντ Στάιγκερ, Ρόμπερτ Μίτσαμ και Σον Κόνερι, το «Longest Day» αποπειράθηκε να μιλήσει ρεαλιστικά για την απόβαση που άλλαξε τις ισορροπίες του πολέμου, βάζοντας τους γάλλους και τους γερμανούς ηθοποιούς (που είχαν συμμετάσχει στο αληθινό D-Day) να μιλούν στη γλώσσα τους, ας πούμε, πρωτοφανής κίνηση για το Χόλιγουντ της εποχής.
To τρίωρο πολεμικό έπος έμεινε πιστό στα γεγονότα, εγκατέλειψε τη συνταγή του φαντασμαγορικού υπερθεάματος και γέννησε έναν θρύλο…
Γνωστότερο με τον γερμανικό του τίτλο «Das Boot» παρά με το ελληνικότατο «Υποβρύχιο U-96: Επιστροφή στην κόλαση», το πολεμικό δράμα του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν μας μεταφέρει κάτω από τις θάλασσες του Β’ Παγκοσμίου, στη μάχη για την κυριαρχία του Ατλαντικού. Κλειστοφοβία, ανία αλλά και ο τρόμος να είσαι μονίμως κάτω από το νερό πρωταγωνιστούν στο «διαμαντάκι» της κατηγορίας.
Το «Das Boot» αποτελεί προσαρμογή γερμανικής τηλενουβέλας, γι’ αυτό και στο director’s cut του απλώνεται σε 209 λεπτά. Κι όμως, καταφέρνει να σε καθηλώσει με το υποδόριο σασπένς του και την κλειστοφοβία που νιώθεις να περνά στο πετσί σου. Ίσως φταίει πως το σενάριο έχει γραφτεί από πολεμικό ανταποκριτή που πέρασε πράγματι καιρό κάτω από τον Ατλαντικό μέσα σε υποβρύχιο. Στα «συν», ότι παραμένει το μοναδικό κλασικό πολεμικό για τον Β’ Παγκόσμιο που λέγεται από την πλευρά των Γερμανών!
Ο Πέτερσεν ανησυχούσε ιδιαιτέρως πως το κοινό των Συμμάχων θα αντιδρούσε στην ταινία του, παρά τα χρονάκια που χώριζαν το «Das Boot» από τον πόλεμο. Έκανε όμως λάθος, καθώς την αυθεντική του ατμόσφαιρα και το εξωφρενικό του σασπένς το αγάπησαν τελικά όλοι, νικητές και χαμένοι του Β’ Παγκοσμίου, καλοί και κακοί…