Είμαστε στα τέλη του 1965, όταν το «Για μια χούφτα δολάρια» (1964) και η «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (1965) δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στις ΗΠΑ και δεν το σκόπευε εξάλλου κανείς. Η πανευρωπαϊκή επιτυχία των δυο φιλμ του Σέρτζιο Λεόνε δεν πέρασε ωστόσο απαρατήρητη από τα γεράκια του Χόλιγουντ και σύντομα δύο στελέχη της United Artists θα βρίσκονταν στη Ρώμη για να συναντήσουν τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο του, Λουτσιάνο Βιντσεντζόνι. Να αγοράσουν τα δικαιώματα των δύο αχτύπητων σπαγγέτι γουέστερν ήθελαν απλώς για την Αμερική και έδιναν μάλιστα στον παραγωγό Αλμπέρτο Γκριμάλντι το θηριώδες ποσό των 900.000 δολαρίων. Φανταστείτε πως ο Κλιντ Ίστγουντ δεν ήταν καν γνωστός στην Αμερική. Οι Άρνολντ Πίκερ και Άρθουρ Γκριμ του χολιγουντιανού στούντιο ρώτησαν το τρίο των Ιταλών ποια ήταν τα επόμενα σχέδιά τους, ελπίζοντας να ακούσουν πως είχαν στα σκαριά κι άλλο ένα σπαγγέτι γουέστερν, μπας και αγόραζαν τριλογία, που καθόταν όσο να πεις καλύτερα στα αυτιά τους. Οι τρεις τους δεν είχαν συζητήσει ποτέ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σφήνα μπήκε όμως ο δαιμόνιος Βιντσεντζόνι και αυτοσχεδίασε μια έμπνευση της στιγμής: «Δεν ξέρω γιατί, αλλά η αφίσα μού ήρθε πρώτη στο μυαλό», θα θυμηθεί χρόνια αργότερα, «il buono, il brutto, il cattivo, ο καλός, ο κακός, ο άσχημος. Είναι η ιστορία τριών αληταριών που γυρνοβολούν στον Εμφύλιο Πόλεμο αναζητώντας λεφτά». Του άρεσε πολύ η ιδέα του Πίκερ, πού να ξέρει πως αυτό ήταν όλο, και συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την ταινία που θα έκλεινε την τριλογία και την επόμενη χρονιά θα παιζόταν ολόκληρη στις ΗΠΑ, γεννώντας έναν από τους μύθους του παγκόσμιου κινηματογράφου! Ως «Τριλογία των δολαρίων» θα έμενε γνωστή, αν και σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει πως η τρίτη και τελευταία ταινία είναι το βαρύ πυροβολικό της. Αυτή που θα φέρει κοντά τον κυνηγό των επικηρυγμένων με τον φτωχοδιάβολο και θα τους βάλει απέναντι στον αδίστακτο κακοποιό, σε έναν λυσσαλέο αγώνα δρόμου που οδηγεί στον καλά κρυμμένο θησαυρό. Και έμελλε η καθεμιά να είναι όχι μόνο πιο πετυχημένη εμπορικά από την προηγούμενη, αλλά και αρτιότερη καλλιτεχνικά. Το μόνο σταθερό, η εκπληκτική μουσική του Ένιο Μορικόνε, που στον «Καλό, τον κακό και τον άσχημο» (1966) τα έδωσε κυριολεκτικά όλα υπογράφοντας ένα από το γνωστότερα και πιο κλασικά soundtracks της έβδομης τέχνης. Και πιο εμπορικά, μένοντας στα charts για περισσότερο από έναν χρόνο. Η τριλογία αναβίωσε το γουέστερν, έστω και τόσο παραλλαγμένο που έμοιαζε παρωδία στα μάτια των παλιότερων (όπως ο Τζον Γουέιν, σφοδρός πολέμιος τόσο των σπαγγέτι γουέστερν όσο και του ίδιου του Κλιντ Ίστγουντ), στέλνοντας ιδιαίτερα το τρίτο της φιλμ στο κινηματογραφικό πάνθεο. Και η αλήθεια είναι πως σήμερα όλα είναι θρυλικά για τον «Καλό, τον κακό και τον άσχημο», όπως η υπέρογκη αμοιβή που ζήτησε ο Ίστγουντ και καθυστέρησε την παραγωγή του! Όταν διάβασε το ολοκληρωμένο σενάριο και είδε πως θα μοιραστεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο με άλλους δύο, τον Λι Βαν Κλιφ (που έπαιξαν μαζί στη «Μονομαχία») και τον Ιλάι Γουάλας, σκυθρώπιασε λέγοντας «αν συνεχίσουν έτσι, στην επόμενη ταινία θα πρωταγωνιστώ με το αμερικανικό ιππικό»! Αρνήθηκε λοιπόν να παίξει και έπρεπε να βάλουν λυτούς και δεμένους για να τον πείσουν, παρά το γεγονός ότι στις ΗΠΑ ήταν ακόμα άγνωστος. Το σταριλίκι, σταριλίκι όμως. Ζήτησε τελικά 250.000 δολάρια για να παίξει, μια αμοιβή που ήταν μεγαλύτερη από όλο τον προϋπολογισμό της «Μονομαχίας στο Ελ Πάσο», συν 10% από τα κέρδη της αμερικανικής κυκλοφορίας. Και ως τελικό «τυράκι», του έταξαν και μια κατακόκκινη Ferrari. Ο απρόθυμος να συνεργαστεί με ιταλό σκηνοθέτη σε γουέστερν Ιλάι Γουάλας, από την άλλη, χρειάστηκε απλώς να δει μερικά μόνο λεπτά από τα πρώτα δύο φιλμ για να πει το «ναι». Και μέσα σε όλα, και παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη κάνει δυο ταινίες μαζί, ο Σέρτζιο Λεόνε δεν μιλούσε γρι αγγλικά μέχρι εκείνη την άνοιξη του 1966, κι έτσι χρειαζόταν πάντα μεταφραστή για να επικοινωνεί με τον Ίστγουντ και τον Λι Βαν Κλιφ. Με τον Γουάλας τα έλεγαν στα γαλλικά που τα κουτσομιλούσαν αμφότεροι. Και βέβαια υπήρχε πάντα και αυτό το ενοχλητικό θέμα με το ποιος είναι ο κακός και ποιος ο άσχημος. Στο τελικό φιλμ, ο Τούκο Ραμίρεζ του Γουάλας είναι όπως ξέρουμε ο «Άσχημος» και ο Αγγελομάτης του Λι Βαν Κλιφ ο «Κακός». Μόνο που στο τρέιλερ για το αμερικανικό κοινό τα πράγματα ήταν κομματάκι διαφορετικά: ο Λι Βαν Κλιφ έπαιζε τον «Άσχημο» και ο Γουάλας τον «Κακό». Εννοείται ότι έγιναν και πάλι διαπραγματεύσεις! Όλα αυτά απέδωσαν όμως τον ίδιο τον βασιλιά των σπαγγέτι γουέστερν, μια διασκεδαστικότατη ταινία που τη ρουφάς μονοκοπανιά και εύχεσαι να είχε λίγο ακόμα. Είναι η άφθονη αιματοχυσία, η διάχυτη λαιμαργία για τον εύκολο πλουτισμό και η έλλειψη γυναικείας παρουσίας που έκαναν το φιλμ λες κλασικό από τα γεννοφάσκια του. Αλλά και το πρόδηλο χιούμορ, ακόμα και τα αντιπολεμικά του μηνύματα που μπαίνουν από το παράθυρο, συνθέτοντας ένα πυκνό κράμα νοημάτων και εικόνων που κορυφώνεται στην περιβόητη σκηνή του νεκροταφείου, τη θρυλικότερη κατά πολλούς μονομαχία που έλαβε ποτέ χώρα στο σελιλόιντ. Εκεί που εικόνα και μουσική δημιουργούν ένα αδιάρρηκτο όλο και δεν ξέρεις τι έχει φτιαχτεί πρώτο. Και η αλήθεια είναι πως Λεόνε και Μορικόνε είχαν την πλέον ιδιαίτερη σχέση δημιουργών, καθώς πολλές φορές τα πλάνα του σκηνοθέτη καβαλούσαν στη μουσική του συνθέτη (και όχι το αντίθετο), που παιζόταν δυνατά στο γύρισμα. Οι κρωγμοί των κορακιών, τα αλυχτήματα των κογιότ και οι νευρικές εναλλαγές γωνίας λήψης ενορχηστρώνουν μαεστρικά έναν μακάβριο χορό θανάτου ανάμεσα σε τρεις πιστολέρο, που παρατηρούν λες παθητικά τα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά τους καθώς αυτοί έχουν άλλα στο καιροσκοπικό μυαλό τους. Αυτό το κυνήγι θησαυρού μέσα σε συνθήκες πολέμου, του αμερικανικού εμφυλίου εδώ, αποθεώνει τον κυνικό τυχοδιωκτισμό και συμπυκνώνεται σε μια από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές, εκεί που ο «Ξανθούλης» Ίστγουντ δίνει το φτυάρι στον Τούκο απειλώντας τον με το γεμάτο του κολτ: «Βλέπεις, φίλε μου, σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: αυτοί που κρατούν γεμάτο πιστόλι και αυτοί που σκάβουν. Εσύ σκάβεις»! Ο σαρκασμός στο μεγαλείο του… Γιατί να το δεις: για τον ίδιο του τον θρύλο, έναν από αυτούς που δεν μπορείς να προσπεράσεις αδιάφορα. Και για τις καλοστημένες και πανέμορφες σκηνές του φυσικά, που το κάνουν αυτομάτως συνώνυμο του μεγάλου κινηματογράφου. Αλλά και για την άφθονη βία που περιστρέφεται γύρω από αυτό το καταραμένο σεντούκι με τον χρυσό της Συνομοσπονδίας. Αλλά και για την εμβληματική μουσική του, που δεν πλαισιώνει το φιλμ ως «χαλί», αλλά αποκτά καίριο δραματουργικό ρόλο, διατρέχοντας είδη και ρεύματα με την άνεση του μεγάλου Μορικόνε. Δύσκολα θα ξανακούσεις τέτοιους ήχους σε ταινία…
«Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»
Παραγωγή: Ιταλία/Αμερική Σκηνοθεσία: Σέρτζιο Λεόνε Πρωταγωνιστούν: Κλιντ Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ, Ίλαϊ Γουάλας