Η αποτυχημένη απόπειρα της Τουρκίας να θέσει έμμεσα θέμα αναγνώρισης των κατεχόμενων της Κύπρου, μιλώντας για «Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», κατά τη διάρκεια των εργασιών της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΟΑΣΕ στο Μπέρμινγχαμ του Ηνωμένου Βασιλείου, διακρινόταν από σκοπιμότητα.
Ήταν μια διερευνητική πρώτη τοποθέτηση της Τουρκικής αντιπροσωπείας για να διαπιστώσει αν θα υπάρξουν αντιδράσεις ή όχι. Εξυπακούεται ότι η παρέμβασή μου, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, ήταν άμεση και ηχηρή, απορρίπτοντας τους ανιστόρητους και απαράδεκτους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς.
Σε υψηλούς τόνους ξεκαθάρισα ότι δεν υπάρχει κανένα κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», σημειώνοντας με νόημα πως «καμία χώρα του κόσμου και κανένας διεθνής Οργανισμός, όπως είναι για παράδειγμα η Ε.Ε., το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και ο ΟΑΣΕ, δεν αναγνωρίζουν ένα κράτος που δεν υπάρχει. Το μόνο που υπάρχει στο βόρειο τμήμα της Κύπρου είναι μια έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία αντιστοιχεί περίπου στο 40% του νησιού και έχει καταληφθεί παράνομα και αντιδημοκρατικά από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής που εισέβαλαν στο μαρτυρικό νησί το 1974.
Από τη στάση που κράτησε η Τουρκική αντιπροσωπεία στις εργασίες του ΟΑΣΕ είναι προφανές ότι η Άγκυρα αναζητεί καθημερινά νέα αφηγήματα που θα συντηρούν την ένταση στη Ν.Α. Ευρώπη σε υψηλά επίπεδα. Γι’ αυτό, κατά την προσωπική μου άποψη, θα συνεχίσει να διατυπώνει επικίνδυνες θεωρίες και να συμπεριφέρεται ως αναθεωρητική δύναμη διαχειριζόμενη τις διεθνείς σχέσεις με συναλλακτικό τρόπο, αφού παριστάνει τον «επιτήδειο ουδέτερο» επιδιώκοντας συγκεκριμένους γεωπολιτικούς στόχους. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι ιστορικά κανένας «ουδέτερος», όσο «επιτήδειος» και αν θεωρεί ότι είναι, δεν κέρδισε περισσότερα από εκείνους που βρέθηκαν στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Ως Ελλάδα η θέση μας είναι ότι η πόρτα στον διάλογο πρέπει να παραμένει πάντα ανοιχτή. Τα σύνορα δεν μπορούν να παραβιάζονται δια της βίας και οι διαφορές μεταξύ των κρατών πρέπει να λύνονται με σημείο αναφοράς το Διεθνές Δίκαιο. Ασφαλώς η δυνατή Ελλάδα ενοχλεί την Τουρκία. Όμως εμείς θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί προκειμένου οι Έλληνες να αισθάνονται ασφαλείς. Έχουμε και την αποτρεπτική δυνατότητα να το κάνουμε, αλλά και το δίκαιο με το μέρος μας. Και είναι αυτονόητο πως από τη δική μας πλευρά σεβόμαστε τους κανόνες καλής γειτονίας.
Εστιάζω στο τελευταίο, διότι το 2021 ο εθνικός εναέριος χώρος μας, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΓΕΕΘ, παραβιάστηκε 2.744 φορές από την τουρκική αεροπορία, ενώ το 2022, έως τον μήνα Ιούνιο, 3.956 φορές. Μάλιστα, την τρέχουσα χρονιά καταγράφηκαν 980 παραβιάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας και 136 υπερπτήσεις πάνω από το ελληνικό έδαφος.
Άρα, η ασφάλεια και η συνεργασία στην Ευρώπη προϋποθέτουν διάλογο, συνεννόηση, καλή θέληση και προπάντων αμοιβαία επιθυμία. Ας κάνουμε όλοι τα απαραίτητα μικρά βήματα που οδηγούν σε μεγάλα θετικά αποτελέσματα.