Αλλαγές ιστορικού χαρακτήρα ξεκινούν στο σύστημα επιλογής της ηγεσίας της ελληνικής Δικαιοσύνης, καθώς με τον νέο νόμο που προώθησε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, θεσπίζεται για πρώτη φορά η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των δικαστών στη διαδικασία επιλογής των προσώπων που θα αναλάβουν κορυφαίες θέσεις στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που όπως υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές, επιχειρεί να ενισχύσει τη διαφάνεια, τη θεσμική αξιοπιστία και τη συμμετοχικότητα στο εσωτερικό του δικαστικού σώματος, μεταφέροντας μέρος του βάρους της ευθύνης, στους ίδιους τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης και όχι αμιγώς στην πολιτική ηγεσία όπως συνέβαινε έως και σήμερα.
Η χρονική συγκυρία αυτής της αλλαγής δεν είναι τυχαία, καθώς στα τέλη Ιουνίου ολοκληρώνεται η θητεία σημαντικών στελεχών του δικαστικού Σώματος. Μεταξύ αυτών, αποχωρούν (λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας) η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη. Η αποχώρηση αυτών των δύο υψηλόβαθμων δικαστικών λειτουργών συνοδεύεται από τη συνταξιοδότηση ακόμα 35 ανώτατων δικαστών και εισαγγελέων από τα τρία κορυφαία δικαστήρια της χώρας – τον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνολικά λοιπόν, 37 κορυφαίες θέσεις θα αδειάσουν, γεγονός που καθιστά την τρέχουσα περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την ανανέωση και τον ανασχηματισμό της δικαστικής πυραμίδας.
Θυμίζουμε ότι μέχρι σήμερα, την ευθύνη για την τελική επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είχε αποκλειστικά το Υπουργικό Συμβούλιο, έπειτα από εισήγηση του υπουργού Δικαιοσύνης. Με το νέο σύστημα, ωστόσο, εισάγεται ένα στάδιο προεπιλογής, το οποίο δεν είναι δεσμευτικό για την κυβέρνηση, αλλά έχει θεσμικό βάρος. Το νέο μοντέλο προβλέπει ότι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί των Ανώτατων Δικαστηρίων θα συνεδριάζουν σε Ολομέλειες – δηλαδή με τη συμμετοχή όλων των μελών τους – και θα καταθέτουν τις προτάσεις τους για τα άτομα που θεωρούν κατάλληλα να αναλάβουν τις θέσεις αυτές.
Η διαδικασία αυτή θα γίνεται με μυστική ψηφοφορία. Κάθε μέλος του δικαστηρίου θα ψηφίζει με ειδικό, προτυπωμένο ψηφοδέλτιο, στο οποίο θα αναγράφει τα ονόματα συναδέλφων του που θεωρεί ότι διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες, εμπειρία και κύρος για να αναλάβουν υψηλόβαθμες θέσεις. Ανάλογα με τη θέση που πρόκειται να καλυφθεί, προβλέπεται και διαφορετικός αριθμός επιλογών: για τη θέση του Προέδρου, κάθε μέλος μπορεί να προτείνει έως πέντε συναδέλφους· για τη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έως τρεις· και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επίσης μέχρι πέντε. Σημαντικό είναι επίσης ότι τα ψηφοδέλτια που θα φέρουν λιγότερα από τρία ονόματα θα θεωρούνται άκυρα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η διαδικασία θα παράγει επαρκώς πλουραλιστικές προτάσεις.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα αποτυπώνεται σε επίσημο πρακτικό, το οποίο θα αποστέλλεται στον υπουργό Δικαιοσύνης μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη στιγμή που το Υπουργείο ζητήσει εγγράφως τη γνώμη της Ολομέλειας. Στη συνέχεια, τα προτεινόμενα ονόματα θα διαβιβάζονται και στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία θα καλέσει σε ακρόαση τους υποψηφίους και θα εκφράσει τη γνώμη της. Παρόλο που η γνώμη αυτή – όπως και εκείνη της Ολομέλειας των δικαστηρίων – δεν είναι νομικά δεσμευτική για τον υπουργό και την κυβέρνηση, έχει σημαντικό θεσμικό βάρος και είναι πολύ δύσκολο στην πράξη να αγνοηθεί πλήρως.
Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει διαφορετικά πρόσωπα στο Υπουργικό Συμβούλιο, θεωρείται σχεδόν απίθανο να παρακαμφθούν εντελώς οι προτάσεις των ίδιων των ανώτατων δικαστών, ειδικά όταν πρόκειται για τόσο κρίσιμες θέσεις. Το κύρος των Ολομελειών, αλλά και η ανάγκη διατήρησης της θεσμικής νομιμοποίησης των επιλογών, καθιστούν τις προτάσεις των δικαστών έναν εξαιρετικά ισχυρό παράγοντα επιρροής στη διαδικασία.
Ο χρόνος πλέον πιέζει, καθώς μέχρι το τέλος Απριλίου πρέπει να ξεκινήσουν οι σχετικές διαδικασίες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Μέσα στον Μάιο αναμένεται να συνεδριάσουν οι Ολομέλειες του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ώστε να επιλεγούν τα πρόσωπα που θα προταθούν για τις θέσεις της προεδρίας και της εισαγγελίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η μετάβαση αυτή αναμένεται να αποτελέσει και δοκιμασία για τη λειτουργικότητα του νέου συστήματος, ενώ παράλληλα θα αξιολογηθεί και η διάθεση της κυβέρνησης να σεβαστεί στην πράξη την άποψη του δικαστικού σώματος.