Μερικοί στη χώρα μας εύχονται να καταρρεύσει πλήρως η τουρκική οικονομία μετά τη συνεχή καταπόντιση του νομίσματός της. Ξεχνάνε όμως ότι η Ελλάδα θα είναι πάντα γείτονας με την Τουρκία και θα υφίσταται τις συνέπειες από δυσμενείς εξελίξεις στη γειτονική χώρα. Το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας είναι να έχουμε δίπλα μας μια Τουρκία σταθερή, ειρηνική και δημοκρατική.
Γράφει ο Θόδωρος Τσίκας*
Η Ελλάδα έχει θετικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών με την Τουρκία. Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, σε ποσοστό επί του ΑΕΠ, σε εξαγωγές στην Τουρκία. Η Τουρκία επίσης είναι η τέταρτη εξαγωγική χώρα για τα ελληνικά προϊόντα. Λιπάσματα, καλώδια, ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, πλαστικά, αλουμίνιο, ακόμη και αμνοερίφια εξάγονται στη γειτονική χώρα σε μεγάλες ποσότητες, δίνοντας ανάσες στην αδύναμη βιομηχανία και στη γεωργία μας. Ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό βαμβάκι εξάγεται εκκοκκισμένο στην Τουρκία, ανακουφίζοντας τους βαμβακοπαραγωγούς μας.
Οι Τούρκοι τουρίστες δίνουν ζωή στην οικονομία, κυρίως των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, αλλά και της Δυτικής Θράκης. Με την υποτίμηση της λίρας τα προϊόντα μας γίνονται ακριβότερα, λόγω ακριβού ευρώ, και χάνουμε από τους ανταγωνιστές μας. Το πλεονέκτημα του τουρισμού μας θα χαθεί. Έχουμε κάθε συμφέρον να μην υπάρξει αποσταθεροποίηση της κατάστασης.
Ο κ. Ερντογάν βρίσκεται σε δύσκολη πολιτικά θέση, καθώς αναδείχθηκε στην εξουσία το 2001 χάρη και στην οικονομική κρίση επί των προηγουμένων τουρκικών κυβερνήσεων. Κατόρθωσε να βγάλει την Τουρκία από την εποπτεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Χάρις στην οικονομική πολιτική του, τα λαϊκά στρώματα γνώρισαν πολύχρονη οικονομική ευημερία. Αλλά και μεσαίοι επιχειρηματίες από την ύπαιθρο της χώρας, που ήταν «ριγμένοι» από το οικονομικό κατεστημένο των μεγάλων πόλεων, διεύρυναν τα όρια τους. Τώρα αυτοί οι σύμμαχοι του κινδυνεύουν και η πολιτική στήριξη τους στον πρόεδρο της Τουρκίας καθίσταται αμφίβολη.
Βεβαίως ο πρόεδρος της Τουρκίας εξασφάλισε ήδη την υποστήριξη στην οικονομική πολιτική του, του κυβερνητικού εταίρου του, του ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος, Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Το μικρότερο αυτό κόμμα, που στηρίζει το κόμμα του κ. Ερντογάν στην κυβέρνηση, δεν επιθυμεί εκλογές καθώς τα ποσοστά του έχουν μείωση εδώ και καιρό.
Στην οικονομία, δεν μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση έχει ήδη κριθεί. Υπάρχουν χώρες και οργανισμοί που δεν θα θελήσουν να αφήσουν την τουρκική οικονομία να καταρρεύσει, διότι φοβούνται τις συνέπειες και για τις ίδιες. Η πρόσφατη συμφωνία με την Ισπανία, που δεν ήταν μόνο για εξοπλισμούς, αλλά για ευρύτερη οικονομική συνεργασία, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ισπανικές Τράπεζες έχουν μεγάλη έκθεση σε τουρκικά ομόλογα. Επίσης πραγματοποιείται επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία, από τον διάδοχο του θρόνου των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Επίσης, λανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με βεβαιότητα αν αυτές οι εξελίξεις θα επιφέρουν επιδείνωση σε θέματα, όπως το Προσφυγικό, ή η ένταση στο Αιγαίο. Αν ο Ταγίπ Ερντογάν κατανοήσει ότι θα χρειαστεί διεθνή στήριξη για την οικονομία, και ειδικά από την Δύση -ΗΠΑ και ΕΕ-, δεν θα θελήσει να οξύνει τα μέτωπα αυτά. Αλλά τα πράγματα είναι ρευστά και αβέβαια. Αν π.χ. η κατάσταση επιδεινωθεί επί μακρόν, δεν μπορεί να αποκλειστεί πολλοί Τούρκοι πολίτες να αναζητήσουν καλύτερη ζωή, εργασία κλπ, στο εξωτερικό.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει ψύχραιμη και εποικοδομητική στάση. Σε καμιά περίπτωση να μην φανεί ότι επιθυμεί όξυνση της κρίσης. Καλλιεργείται στην ελληνική κοινωνία η προσδοκία για επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αν ακόμα επιβληθούν, κάτι που οι περισσότερες χώρες της ΕΕ δεν επιθυμούν, αυτό θα προκαλούσε αγανάκτηση στις πλατιές λαϊκές μάζες της Τουρκίας, και θα ανέβαζε το λαϊκό έρεισμα του κ. Ερντογάν, που «τα βάζει με τους κακούς Ευρωπαίους».
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος