Η τουρκική λίρα κατέρρευσε και πάλι χθες σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ως συνέπεια της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που υπεραμύνεται της μείωσης των επιτοκίων παρά τον πληθωρισμό και την αντίθεση των αγορών.
Όπως μεταδίδει το AFP, το νόμισμα έχει χάσει πάνω από το 43% της αξίας του έναντι του δολαρίου από τις αρχές του έτους και οι παρατηρητές φοβούνται ότι η πτώση μπορεί να συνεχιστεί.
Για ποιο λόγο κατέρρευσε η λίρα;
Σε αντίθεση με τις κλασικές οικονομικές θεωρίες, ο πρόεδρος της Τουρκίας πιστεύει ότι τα υψηλά επιτόκια ευνοούν τον πληθωρισμό.
Συμμορφούμενη με τις επιθυμίες του προέδρου, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας -επισήμως ανεξάρτητη- μείωσε έτσι εκ νέου το βασικό επιτόκιο την περασμένη εβδομάδα (από το 16% στο 15%) για τρίτη φορά μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού που πλησιάζει το 20% σε ετήσια βάση.
Εξάλλου, ο Ερντογάν έχει αποπέμψει από τον Ιούλιο του 2019 τρεις διοικητές της κεντρικής τράπεζας και έχει αντικαταστήσει τον υπουργό Οικονομικών του δύο φορές από τον Νοέμβριο του 2020.
Οι αποφάσεις αυτές έχουν οδηγήσει κάθε φορά σε πτώση της λίρας, παρατηρεί το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο εκτενές δημοσίευμά του για την οικονομική περιπέτεια της γείτονος.
Ο πρόεδρος Ερντογάν απορρίπτει, όπως προστίθεται, κάθε ευθύνη για την πτώση της λίρας: «Απορρίπτω πολιτικές που θα καταδικάσουν τον λαό μας στην ανεργία, την πείνα και τη φτώχεια», δήλωσε τη Δευτέρα για να δικαιολογήσει την πολιτική του για ανάπτυξη με κάθε κόστος.
Ποιες είναι οι συνέπειες;
Ενώ αρκετοί παρατηρητές εκτιμούν ότι ο τουρκικός τραπεζικός κλάδος είναι ισχυρότερος μετά την οικονομική κρίση του 2001, η κατάσταση των τραπεζών προκαλεί ανησυχία.
«Ο κίνδυνος είναι ότι η λίρα θα υποστεί νέες βίαιες πτώσεις και θα προκαλέσει προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο. Μια πιστωτική κρίση μπορεί να ακολουθήσει και θα αυτό θα βαρύνει σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα», σημειώνει ο Τζέισον Τάβεϊ, αναλυτής της Capital Economics.
«Μια σημαντική απειλή βρίσκεται επίσης στις καταθέσεις ξένου συναλλάγματος. Η ένδειξη αύξησης στα αιτήματα για ανάληψη μπορεί να προκαλέσει στροφή προς πιο επιθετικές μορφές ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (σ.σ. capital controls)», προσθέτει ο οικονομολόγος, ειδικός στις αναδυόμενες αγορές.
Επισημαίνεται πως πάνω από τις μισές καταθέσεις στις τουρκικές τράπεζες είναι σε ξένο συνάλλαγμα, κυρίως σε δολάρια, σύμφωνα, πάντα, με το AFP, και όπως αναμεταδίδει το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Η πτώση της λίρας τροφοδοτεί επίσης τον πληθωρισμό, με την Τουρκία να εξαρτάται ιδιαίτερα από τις εισαγωγές, κυρίως για την ενέργεια και τις πρώτες ύλες. Ο επίσημος ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 19,89% τον Οκτώβριο, ένα επίπεδο τέσσερις φορές υψηλότερο από τον αρχικό στόχο της κυβέρνησης.
Δεκαοκτώ μήνες πριν από την επόμενη προεδρική θητεία, μια συνεχής επιδείνωση της οικονομίας μπορεί να πλήξει τη δημοτικότητα του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος έχει οικοδομήσει τις εκλογικές του νίκες τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε υποσχέσεις για ευημερία.
Τι επιδιώκει ο Ερντογάν;
Ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να στοιχηματίζει σε ανάπτυξη με κάθε κόστος (η τουρκική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 9% το 2021 και 3,5% το 2022) και να απορρίπτει τους φόβους για νομισματική κρίση, λέγοντας ότι η κυβέρνηση «ενθαρρύνει τις επενδύσεις, την παραγωγή και τις εξαγωγές».
Κατά τη διάρκεια της νομισματικής κρίσης του 2018, η κεντρική τράπεζα είχε αυξήσει σημαντικά το βασικό της επιτόκιο, αλλά μια τέτοια πιθανότητα φαίνεται σήμερα μικρή, καθώς ο αρχηγός του κράτους φαίνεται περισσότερο αποφασισμένος από ποτέ να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά, παρά και τις αυξανόμενες λαϊκές αντιδράσεις.
Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι ο πρόεδρος επιδιώκει έτσι να ενισχύσει την ελκυστικότητα της Τουρκίας και να ενθαρρύνει τις ξένες εταιρίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στη χώρα, λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους. Ο κατώτατος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Τουρκία (2.825,90 λίρες) ισοδυναμούσε την 1η Ιανουαρίου με περίπου 380 δολάρια. Σήμερα δεν άξιζε πάνω από 222.
«Έως πρόσφατα, οι ‘στόχοι του 2023’ της ομάδας τους Ερντογάν περιελάμβαναν τη μετατροπή σε μια μεταβιομηχανική δύναμη και σε ηγέτη υψηλής τεχνολογίας. Σήμερα αφορούν το να γίνει η Τουρκία πηγή πολύ φθηνού εργατικού δυναμικού», σχολίασε στο Twitter ο Τιμούρ Κουράν, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Duke (ΗΠΑ).