Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν υπέγραψε σήμερα έναν νόμο ο οποίος καταγέλλεται από τους υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και επιτρέπει στις αρχές να θέτουν υπό απαγόρευση τις ξένες οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στη Ρωσία και τις οποίες θεωρούν «ανεπιθύμητες».
Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) είχε ζητήσει από τον αρχηγό του ρωσικού κράτους να ασκήσει βέτο στον νόμο αυτό, ο οποίος σύμφωνα με πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις αποτελεί μια μορφή καταστολής των φωνών που επικρίνουν την εξουσία και θεσπίζεται λιγότερο από τρία χρόνια έπειτα από έναν άλλο αμφιλεγόμενο νόμο περί «πρακτόρων του εξωτερικού».
Το κείμενο, το οποίο ψηφίσθηκε και από τα δύο σώματα του κοινοβουλίου και υπογράφηκε από τον πρόεδρο μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, «προβλέπει ότι μπορεί να χαρακτηρισθεί ανεπιθύμητη η δραστηριότητα μιας ξένης ή διεθνούς μη κυβερνητικής οργάνωσης η οποία συνιστά απειλή για τα συνταγματικά θεμέλια της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για την αμυντική ικανότητα της χώρας ή για την ασφάλεια της κυβέρνησης», υπενθύμισε σε ανακοίνωσή του το Κρεμλίνο.
Ο νόμος παρουσιάσθηκε από τους υποστηρικτές του ως ένα «προληπτικό μέτρο» απαραίτητο μετά την υιθοθέτηση, πέρυσι, κυρώσεων χωρίς προηγούμενο από τους Δυτικούς κατά της Ρωσίας εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης.
Δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να απαγορεύουν ξένες μκο και να διώκουν τους εργαζομένους τους, οι οποίοι θα κινδυνεύουν με ποινές φυλάκισης έως έξι ετών ή θα μπορεί να τους απαγορευθεί η είσοδος στη ρωσική επικράτεια.
Επιτρέπει επίσης να μπλοκάρονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί οργανώσεων καθώς και η πρόσβασή τους στα μέσα ενημέρφωσης, ενώ οι ρωσικές οργανώσεις που λαμβάνουν κεφάλαια από οργανώσεις που κρίνονται ανεπιθύμητες θα πρέπει «να λογοδοτούν» για τις πράξεις τους.
Οι βουλευτές επικαλέσθηκαν την ανάγκη να μπει ένα φράγμα «στις καταστροφικές οργανώσεις» που εργάζονται στη Ρωσία, όπου μπορούν να απειλήσουν «τις αξίες του ρωσικού κράτους» και να υποθάλψουν «χρωματιστές επαναστάσεις», όπως έχουν αποκληθεί τα φιλοδυτικά κινήματα που συγκλόνισαν τα τελευταία χρόνια μερικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Ο ΟΑΣΕ εξέφρασε την ανησυχία του για τις «αόριστες και ασαφείς διατυπώσεις» που «επιβάλλουν σοβαρούς περιορισμούς σε ένα ευρύ φάσμα σημαντικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του Τύπου».
Για τους επικριτές του νόμου, αυτή η ασάφεια επιτρέπει επίσης στις αρχές να στρέφονται εναντίον ξένων επιχειρήσεων. Η εισαγγελία θα μπορεί εξάλλου να επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της “ανεπιθύμητης” σε μια οργάνωση χωρίς να χρειάζεται απόφαση της δικαιοσύνης.
Οι οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων καταδίκασαν αυτόν τον νόμο, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε από τη Διεθνή Αμνηστία «τελευταίο κεφάλαιο στην άνευ προηγουμένου καταστολή των μη κυβερνητικών οργανώσεων».
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (HRW), ο νόμος «αντανακλά αναντίρρητα στην τάση του Κρεμλίνου να καταστέλλει τις ανεξάρτητες φωνές και την ανεβάζει σ’ ένα νέο επίπεδο». «Στόχος αυτού του νέου νόμου είναι στην πραγματικότητα οι ρωσικές οργανώσεις», καθώς τις «αποκόπτει από τους διεθνείς εταίρους τους, τις απομονώνει», πρόσθεσε η μη κυβερνητική οργάνωση.