Ανάμεσα σε μια κυβερνητική κρίση στη Σουηδία και μια επαναληπτική εκλογή στην Τρουά της Γαλλίας, δεν υπάρχει μόνο μια απόσταση είκοσι ώρες με το αυτοκίνητο. Υπάρχει κυρίως η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αφού στην πρώτη περίπτωση έπεσε μια αριστερή κυβέρνηση και στη δεύτερη αποκλείστηκαν οι σοσιαλιστές από τον δεύτερο γύρο, αφήνοντας για να μονομαχήσουν τη Δεξιά και το Εθνικό Μέτωπο, αναφέρει σε άρθρο της η γαλλική Liberation.
Ο αρθρογράφος συνεχίζει: Με μια πρώτη ματιά, τα νέα ακροδεξιά κόμματα αναγκάζουν την Αριστερά να «φάει τη σκόνη τους». Είτε έχουν ποσοστό 10% είτε 15% ή 30%, οι δυνάμεις αυτές έχουν ανακατέψει την τράπουλα σε όλη την Ένωση , σπάζοντας την παραδοσιακή εναλλαγή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Η Μαρίν Λεπέν συγκεντρώνει πλέον περισσότερες ψήφους από τους γάλλους σοσιαλιστές. Στη Στοκχόλμη, οι βουλευτές της ακροδεξιάς ένωσαν τις δυνάμεις τους μ’ εκείνους της Δεξιάς, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να πέσει. Το τοπίο όμως είναι το ίδιο παντού, από τη Βρετανία ως την Ουγγαρία, από το Βέλγιο ως την Ολλανδία και, ενδεχομένως, αύριο τη Γερμανία.
Δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την αιτία με το αποτέλεσμα, επισημαίνει ο Μπερνάρ Γκετά στη Λιμπερασιόν. Δεν είναι η Αριστερά εκείνη που χάνει έδαφος μπροστά στην άνοδο της ακροδεξιάς. Είναι η ακροδεξιά εκείνη που καλπάζει πάνω στα ερείπια μιας σοσιαλδημοκρατίας που διέρχεται κρίση εδώ και σαράντα χρόνια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, για την ακρίβεια, όταν πρώτα στη Σουηδία, και στη συνέχεια στην Καλιφόρνια και τη Βρετανία, οι μεσαίες τάξεις άρχισαν να απομακρύνονται από τους αμερικανούς Δημοκρατικούς και τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, τη δυτική Αριστερά, δηλαδή, που αφού εξασφάλισε την κοινωνική τους άνοδο χάρις στην ανακατανομή του πλούτου και το κοινωνικό κράτος, στη συνέχεια τους έστειλε τον λογαριασμό. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, οι κοινωνικές εισφορές έγιναν «κοινωνικά βάρη».
Σε αυτή τη στροφή στήριξαν τις εκλογικές τους νίκες η Θάτσερ και ο Ρίγκαν. Και πριν ακόμη ο νεοφιλελευθερισμός αποτελέσει οικονομικό δόγμα και στις πέντε ηπείρους, η κατάρρευση του κομμουνισμού στέρησε τη σοσιαλδημοκρατία από το μεγαλύτερό της ατού.
Από τη στιγμή που δεν υπήρχε πλέον η σοβιετική απειλή για να φοβίσει τους κρατούντες, τίποτα δεν τους υποχρέωνε πλέον να αναζητούν πολιτικούς συμβιβασμούς με τα αριστερά κόμματα και τα συνδικάτα. Με την πτώση του Τείχους γύριζε μια σελίδα και η εμφάνιση νέων βιομηχανικών δυνάμεων με κόστος παραγωγής δέκα φορές μικρότερο από εκείνο του ανεπτυγμένου κόσμου έθεσε υπό αμφισβήτηση όλες τις κοινωνικές κατακτήσεις.
Στα πρότυπα του Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία, αλλά και του Φρανσουά Ολάντ σήμερα στη Γαλλία, η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πλέον άλλη λύση από το να επαναδιαπραγματευτεί αυτές τις κατακτήσεις προς τα κάτω, προκειμένου να μη χάσει την ουσία. Αφού είδε τις μεσαίες τάξεις να απομακρύνονται από αυτήν, η Αριστερά χάνει τώρα και τα εργατικά στρώματα, τα οποία προσελκύει η ακροδεξιά με την υπόσχεση ότι αρκεί η επιστροφή των συνόρων και η έξοδος από την Ένωση ώστε να επιστρέψουν η πλήρης απασχόληση και η κοινωνική πρόοδος του μεταπολέμου. Η σοσιαλδημοκρατία έχασε όλα όσα συνιστούσαν το μοντέλο της και το μόνο που της έμεινε είναι να γίνει ο μικρότερος εταίρος μιας Δεξιάς στη μάχη της κατά της ακροδεξιάς – ή να περάσει στην αντιπολίτευση και να απομακρυνθεί από την εξουσία για καιρό.
Αν η Αριστερά θέλει σήμερα να επιβιώσει, καταλήγει ο γάλλος αρθρογράφος, πρέπει να μάθει να χάνει τις μάχες ώστε να κερδίσει τον πόλεμο. Πρέπει να δηλώσει ότι για να ξαναβρεθεί η εργασία σε θέση ισχύος απέναντι στο χρήμα, χρειάζεται να αντιταχθεί στο δεύτερο μια δημόσια δύναμη. Πρέπει επίσης να δεχθεί ένα διπλό επανακαθορισμό των φιλοδοξιών της. Από τη μια μεριά να εργαστεί για την ενίσχυση της Ευρώπης κι από την άλλη να εργαστεί για τη συγκρότηση μιας συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη, τις μεσαίες τάξεις και τις νέες επιχειρήσεις. Στο όνομα της συμμαχίας αυτής, πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να διοχετευθούν κατά προτεραιότητα στην έρευνα, την ανάπτυξη, τις ήπιες μορφές ενέργειας και τη στήριξη των αδυνάτων.