Την επομένη της επίθεσης στη συναγωγή Κεϊλάτ Μπνέι Τορά της Ιερουσαλήμ, οι περισσότεροι ισραηλινοί και παλαιστίνιοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η κατάσταση έχει περάσει πλέον σε άλλο στάδιο. Ότι δηλαδή η αιματηρή επίθεση που πραγματοποίησαν οι εξάδελφοι Ρασάν και Ουντάι Αμπού Άμαλ οδηγεί τις εντάσεις στην Ιερουσαλήμ σε μια άλλη διάσταση.
Ο Μαχμούντ Αμπάς καταδίκασε βέβαια το φονικό και οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας εξακολουθούν να συνεργάζονται μ’ εκείνες του Ισραήλ. Αλλά η ανάληψη της ευθύνης από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ανησυχεί τους αναλυτές, γιατί μπορεί να κινητοποιηθούν τώρα στην ίδια κατεύθυνση και άλλες οργανώσεις προκειμένου να μη χάσουν το κύρος τους. Όπως επισημαίνει στην εφημερίδα Λιμπερασιόν ο αναλυτής Οχάντ Χέμο, «ο κίνδυνος είναι να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος βίας ανάλογος μ’ εκείνον που σημειώθηκε στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Άλλωστε, η κυβέρνηση Νετανιάχου βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης. Και τα κόμματα περιμένουν τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών μέσα στο 2015. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να δείξει αδύναμος απέναντι στους τρομοκράτες. Η κυβέρνηση θα δείξει σιδηρά πυγμή, καταστρέφοντας το σπίτι των τρομοκρατών, καταστέλλοντας τις διαδηλώσεις και πολλαπλασιάζοντας τις συλλήψεις».
Δεν είναι τυχαίο ότι το αρχηγείο της αστυνομίας έθεσε όλες τις δυνάμεις σε κατάσταση επιφυλακής και ανακάλεσε όλες τις άδειες. Κλήθηκαν επίσης έφεδροι, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σημεία διόδου από τη Δυτική Όχθη. Ο στόχος είναι να υπάρξει μια μαζική παρουσία στην περιοχή, που θα απαντήσει με αποφασιστικότητα στην πρώτη πέτρα που θα πεταχτεί.
Προς το παρόν, οι ηγέτες του Ισραήλ αρνούνται να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας τρίτης Ιντιφάντα. Δημοσίως, τουλάχιστον. Προτιμούν τον όρο «κύμα τρόμου». Αλλά το παιχνίδι με τις λέξεις είναι γελοίο, επισημαίνει ο Χιλέλ Κοέν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και ειδικός της παλαιστινιακής κοινωνίας. «Όπως και να το αποκαλέσεις, Ιντιφάντα, ταραχές ή εξέγερση, κανείς δεν αρνείται πλέον ότι η κατάσταση επιδεινώνεται. Είναι γεγονός ότι οι εβραίοι εξτρεμιστές που πηγαίνουν στην πλατεία των Τζαμιών για να προσευχηθούν προκαλούν τους Παλαιστίνιους. Όμως οι αιτίες των επιθέσεων των τελευταίων μηνών είναι περισσότερες και βαθύτερες. Μην ξεχνάτε ότι οι αραβικές συνοικίες της Ιερουσαλήμ προσαρτήθηκαν το 1967 και ότι ο δήμος τις συντηρεί ελάχιστα ή καθόλου. Αυτό δίνει στους Παλαιστίνιους την εικόνα μιας εξευτελιστικής κατοχής. Την ίδια ώρα, ο αντιαραβικός ρατσισμός μεγαλώνει, ενώ στις γειτονικές εβραϊκές συνοικίες η οικοδόμηση συνεχίζεται.
Υπάρχουν έτσι όλες οι προϋποθέσεις μιας έκρηξης, τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και στη Δυτική Όχθη. Προς το παρόν, οι επιθέσεις είναι μεμονωμένες, καθώς οι παλαιστινιακές οργανώσεις δεν έχουν (ακόμη) αποφασίσει να περάσουν στην ένοπλη πάλη και διστάζουν για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν. Επιπλέον, μετά τον θάνατο του Φαϊζάλ Χουσεϊνί, τον Μάιο του 2001, οι Άραβες της Ιερουσαλήμ δεν έχουν πλέον έναν ηγέτη με κύρος. Οι επιθέσεις είναι έτσι τυφλές, γεγονός που «σώζει» το Ισραήλ από μια νέα παλαιστινιακή εξέγερση. Κανείς δεν εγγυάται όμως ότι αυτό θα συνεχιστεί.
Στη Ραμάλα, ο Αμπάς συνεχίζει να αντιστέκεται στη «μουκαουάμα» (ένοπλη αντίσταση), δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τη νέα γενιά του κόμματός του, της Φάταχ. Το λεξιλόγιο των στελεχών αυτών θυμίζει συχνά τη Χαμάς και την ισλαμική Τζιχάντ. Κι όμως, ο Νετανιάχου εξακολουθεί να κατηγορεί τον Αμπάς για όλα τα δεινά. Κατά την άποψη του ισραηλινού πρωθυπουργού, ο παλαιστίνιος πρόεδρος και το περιβάλλον του είναι υπεύθυνοι για τον ξεσηκωμό των διαδηλωτών της Ιερουσαλήμ.
Οι κατηγορίες αυτές δεν πείθουν τους ξένους διπλωμάτες, λαμβάνονται όμως σοβαρά υπόψη από την ισραηλινή κοινωνία, που δεν πιστεύει πια στο διάλογο. Και είναι έτοιμη να υποστηρίξει τα μέτρα που θα λάβει ο Νετανιάχου για την «πάταξη της τρομοκρατίας».