Ο εθνικιστής ηγέτης της Καταλονίας Αρτούρ Μας υπερασπίσθηκε σήμερα το δικαίωμα των λαών να αποφασίζουν για το μέλλον τους και επιβεβαίωσε πως επιμένει στην πραγματοποίηση την Κυριακή μιας συμβολικής ψηφοφορίας για την ανεξαρτησία της περιφέρειας, η οποία απαγορεύθηκε από τη δικαιοσύνη έπειτα από αίτημα της Μαδρίτης.
«Υπερασπιζόμαστε ένα φυσικό δικαίωμα, το δικαίωμα οποιουδήποτε λαού να αποφασίζει. Όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για το μέλλον τους», δήλωσε σήμερα το πρωί στη Βαρκελώνη ο επικεφαλής της καταλανικής κυβέρνησης Αρτούρ Μας πριν ανακοινώσει πως η «συμμετοχική διαδικασία» θα συνεχισθεί.
«Συνεχίζουμε αυτή τη συμμετοχική διαδικασία επειδή βρισκόμαστε στο πεδίο της υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων (…), του δικαιώματος της συμμετοχής και της ελευθερίας της έκφρασης», δήλωσε.
«Για να προστατεύσει τα δικαιώματα αυτά ώστε να επιτραπεί στους πολίτες να δώσουν τη γνώμη τους και να εκφρασθούν, η (καταλανική) κυβέρνηση αποφάσισε να επιμείνει στη συμμετοχική διαδικασία», πρόσθεσε αναφερόμενος στη συμβολική ψηφοφορία που προβλέπεται για την Κυριακή.
Ο Μας υπογράμμισε πως δεν πρόκειται για δημοψήφισμα, αλλά έχει «μια μεγάλη πολιτική αξία».
Ο συντηρητικός εθνικιστής ηγέτης είχε δεσμευθεί το Δεκέμβριο του 2013 να οργανώσει στις 9 Νοεμβρίου ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιφέρειας. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ανεστάλη ωστόσο από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 29 Σεπτεμβρίου κατόπιν αιτήματος της Μαδρίτης.
Για το λόγο αυτό ο Μας οργάνωσε αυτό που αποκαλεί «συμμετοχική διαδικασία», κατά την οποία θα τεθούν οι ίδιες ερωτήσεις και η οποία οργανώνεται σε μεγάλο μέρος από εθελοντές και δεν έχει νομική αξία.
Πάντως η κυβέρνηση του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (PP) του Μαριάνο Ραχόι θεωρεί πως πρόκειται για ένα δημοψήφισμα το οποίο δεν κατονομάζεται ως τέτοιο.
Προσέφυγε και πάλι στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη διαδικασία αυτή, κάτι που οδήγησε στην αυτόματη αναστολή της μέχρι να εξετασθεί σε βάθος η κυβερνητική προσφυγή και σε μια σύγκρουση ανάμεσα στη Βαρκελόνη και τη Μαδρίτη η οποία δεν έχει προηγούμενο μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο (1939-1975).