Πέθανε στα 91 του χρόνια ο Έρικ Καρλ, πολυδιαβασμένος και πολυαγαπημένος για μικρούς και μεγάλους, συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων.
«Έφυγε» από νεφρική ανεπάρκεια στη θερινή του κατοικία, στο Νορθάμπτον της Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα χθες η οικογένειά του «ο Καρλ πέθανε ήρεμα περιστοιχισμένος από μέλη της οικογένειας στις 23 Μαΐου 2021».
«Υπό το φως του φεγγαριού, κρατώντας ένα αστέρι, ένας ζωγράφος ουράνιων τόξων ταξιδεύει τώρα πέρα από τον νυχτερινό ουρανό» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Αφήνει πίσω του, μεταξύ άλλων, την πολύ πεινασμένη κάμπια που έφαγε τόσο πολύ μέχρι που πόνεσε η κοιλιά της. Τον ζωγράφο που ζωγράφισε ένα γαλάζιο άλογο. Τον μπαμπά που έβαλε μια σκάλα για να πιάσει το φεγγάρι. Την πολυάσχολη αράχνη με τον περίτεχνο ιστό της. Και τον γρύλο που ήταν πολύ ήσυχος μέχρι να βρει την παρέα του.
Αν και είναι πιο γνωστός για το «The Very Hungry Caterpillar» (Μια κάμπια πολύ πεινασμένη), ένα κλασικό έργο που έχει συγκινήσει γενιές γονέων και παιδιών, τα βιβλία του, περισσότερα από 70, έχουν πουλήσει πάνω από 170 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Γεννημένος από Γερμανούς μετανάστες στις Συρακούσες της Νέας Υόρκης το 1929, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ο Έρικ Καρλ επέστρεψε με τους γονείς του στη Γερμανία όταν ήταν έξι ετών την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Έρικ Καρλ δέχθηκε βία από δασκάλους, πυροβολήθηκε από στρατιώτες και, όπως και η πιο διάσημη δημιουργία του, συχνά βίωνε την πείνα. Αφού στρατολογήθηκε για να πολεμήσει για τους Ναζί, ο πατέρας του εξαφανίστηκε σε ένα ρωσικό στρατόπεδο αιχμαλώτου πολέμου. Ο Καρλ αν και σε πολύ μικρή ηλικία, στρατολογήθηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση για να σκάψει χαρακώματα σε αμυντική γραμμή 400 μιλίων στη δυτική Γερμανία.
«Όλοι το μετανιώσαμε» είχε αναφέρει για την επιστροφή της οικογένειας στη Γερμανία. «Κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν υπήρχαν χρώματα. Όλα ήταν γκρι και καφέ … δεν υπήρχε χρώμα».
Μετά τον πόλεμο σπούδασε τυπογραφία και γραφικές τέχνες στην Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Στουτγκάρδη. Εκεί ερωτεύτηκε τους ιμπρεσιονιστές και το «χρώμα, χρώμα, χρώμα!».
Το 1952, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με μόλις 40 δολάρια και άρχισε να εργάζεται ως γραφίστας στο διαφημιστικό τμήμα των New York Times. Ωστόσο, η καλλιτεχνική του καριέρα διακόπηκε όταν στρατολογήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας και εστάλη πίσω στη Γερμανία. Μετά το τέλος της θητείας του, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και στους Times, όπου εργάστηκε μέχρι να κάνει το βήμα ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης το 1963.
Τις επόμενες δεκαετίες, τα πολύχρωμα, ευφάνταστα βιβλία του, κέρδισαν βραβεία και λεγεώνες νεαρών θαυμαστών.
Το 2002, μαζί με τη σύζυγό του, Μόμπι Καρλ, εγκαινίασαν το Μουσείο Εικονογραφημένων Βιβλίων Έρικ Καρλ στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης.