Οι διαφορές μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας επισκίασαν τη σημερινή σύνοδο για την απασχόληση που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο με τη συμμετοχή των ηγετών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θέμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ώρα που οι προϋπολογισμοί τόσο της Γαλλίας όσο και της Ιταλίας για το 2015 κινδυνεύουν να απορριφθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξαιτίας της δημοσιονομικής χαλάρωσης που προβλέπουν.
Η Γαλλία και η Ιταλία άσκησαν πιέσεις σήμερα για να χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί ώστε να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη και να μειωθεί η ανεργία στην Ευρώπη, όμως η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ δεν έκανε καμία υποχώρηση, ζητώντας από τις χώρες να προχωρήσουν πιο γρήγορα σε μεταρρυθμίσεις.
Ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οικοδεσπότης της συνόδου, εξέδωσε μια ανακοίνωση ενόσω αυτή ακόμη ήταν σε εξέλιξη με την οποία ζητούσε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη, ενώ εξέφρασε και την ενόχλησή του για τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες.
«Αν μετατρέψουμε την Ευρώπη σε μια επιτροπή που βρίσκει λάθη στις χώρες μέλη (οι οποίες έχουν) ελεύθερα εκλεγμένες κυβερνήσεις, ίσως σεβόμαστε τους κανόνες της γραφειοκρατίας, αλλά σίγουρα σκοτώνουμε την ελπίδα που μπορεί να προσφέρει η πολιτική», ανέφερε ο Ρέντσι.
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά το πέρας της συνόδου ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, αλλά και ο ιταλός πρωθυπουργός σημείωσαν ότι η Ευρώπη χρειάζεται να αλλάξει πορεία. Αντίθετα η Μέρκελ υπογράμμισε την ανάγκη οι χώρες μέλη της ΕΕ να ακολουθούν τους κανόνες.
«Η Γαλλία έχει ανακοινώσει ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και δεν έχω λόγο να πιστεύω ότι η Ιταλία δεν θα κάνει το ίδιο», είπε η γερμανίδα καγκελάριος.
Από την πλευρά του ο Ολάντ υπογράμμισε ότι η ασθμαίνουσα οικονομία της Ευρώπης θα συνεχίζει να επιβραδύνεται, αν δεν χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. «Αν όλοι εφαρμόζουν λιτότητα, κάτι που δεν συμβαίνει στη Γαλλία, θα καταλήξουμε σε μεγαλύτερη επιβράδυνση» της οικονομίας, είπε.
Παράλληλα ο γάλλος πρόεδρος σημείωσε ότι η χώρα του «θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις της και θα χρησιμοποιήσει όλη την ευελιξία που προβλέπεται» από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό της για το 2015.
Ήδη από την άφιξή του στο Μιλάνο, ο Ολάντ είχε ταχθεί υπέρ της χαλάρωσης των πολιτικών λιτότητας, τις οποίες κατηγόρησε ότι επιδεινώνουν την κρίση στην Ευρώπη.
«Πρέπει να προσαρμοστεί ο ρυθμός των πολιτικών λιτότητας σε σχέση με το διακύβευμα της ανάπτυξης. Σήμερα αυτή (η ανάπτυξη) απειλείται και άρα προς τα εκεί πρέπει να στραφούμε διότι μας ανησυχεί όλους», είχε δηλώσει πριν την έναρξη της συνόδου.
Παρόλα αυτά ο ιταλός πρωθυπουργός σημείωσε ότι είναι «δίκαιο» η χώρα του, που έχει πρόβλημα «αξιοπιστίας», να συμμορφωθεί με τον κανόνα που προβλέπει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας πρέπει να είναι μικρότερο από το 3% του ΑΕΠ της.
Αν και ο Ρέντσι ζήτησε να υπάρξουν αλλαγές στην οικονομική πολιτική, κυρίως επωφελήθηκε της κοινής συνέντευξης Τύπου στο πλευρό της Μέρκελ, του Ολάντ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν φαν Ρομπάι για να επαναλάβει ότι η Ιταλία «θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις» στις οποίες έχει δεσμευθεί, επειδή «έχει ανάγκη να αλλάξει».
Διευκρίνισε ότι το νομοσχέδιο για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αναμένεται να υιοθετηθεί σήμερα το βράδυ από την ιταλική Γερουσία, κερδίζοντας τα συγχαρητήρια της γερμανίδας καγκελαρίου και των αξιωματούχων της ΕΕ.
Στη διάρκεια της τρίωρης διάσκεψης εξετάστηκαν πολλά μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης των νέων, μεταξύ αυτών ένα ποσό ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία θα αποδεσμεύσουν οι Βρυξέλλες σε διάστημα δύο ετών (2014-2015).
Οι πόροι αυτοί θα χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθεί μια «εγγύηση για τους νέους», που υιοθετήθηκε τον Απρίλιο του 2013 και προβλέπει ότι κανένας νέος μικρότερος των 25 ετών δεν θα μένει για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών χωρίς μια πρόταση —για εργασία, εκπαίδευση, πρακτική (stage)— αφού ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ή σε περίπτωση που μείνουν άνεργοι.
Ο Ολάντ, αφού αρχικά είχε ζητήσει «20 δισεκατομμύρια ευρώ» και «την απλοποίηση των διαδικασιών», τελικά παραδέχθηκε ότι αυτή τη στιγμή το σημαντικό είναι «να διατεθούν οι πόροι που έχουν αποδεσμευτεί».
Μια υπαναχώρηση μπροστά στη Μέρκελ η οποία υπογράμμισε: «αυτή τη στιγμή το θέμα δεν είναι ότι δεν αρκούν τα χρήματα, αλλά το ζήτημα είναι να κυκλοφορήσουν».