Σε «νέα δοκιμασία» εισέρχονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές και δημοσιεύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και σε ιστοτόπους ειδησεογραφικών οργανισμών υπάρχουν σφοδρές αντιδράσεις εναντίον της Τουρκίας και ιδίως κατά του προέδρου της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ενδεικτικά του κλίματος που διαμορφώνεται στις ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, σε σχέση με την στάση της έναντι των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), είναι δημοσιεύματα σε μεγάλες εφημερίδες.
Η εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς αναφέρεται στην «αυξανόμενη ανησυχία» ανώτατων Αμερικανών αξιωματούχων για την «αδράνεια» της τουρκικής κυβέρνησης ως προς την αντιμετώπιση της προέλασης του ΙΚ στη συριακή πόλη Κομπάνι, στη μεθόριο με την Τουρκία.
Όπως επισημαίνεται, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι η χώρα του δεν θα αναμειχθεί περισσότερο στη σύγκρουση με το ΙΚ εκτός εάν οι ΗΠΑ συμφωνήσουν να προσφέρουν ενισχυμένη υποστήριξη στους αντάρτες που προσπαθούν να εκδιώξουν το Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «το γεγονός αυτό έχει αυξήσει την ένταση στη σχέση του Ερντογάν με τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος προσβλέπει σε μια πιο ενεργή δράση της Τουρκίας κατά του ΙΚ, ανεξαρτήτως του αγώνα κατά του Άσαντ. Ωστόσο», τονίζεται, «ενδεχόμενη αποξένωση από την Τουρκία θα θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες του προέδρου (των ΗΠΑ) να διατηρήσει ενωμένο το συνασπισμό σουνιτικών μουσουλμανικών χωρών στη μάχη κατά του Ισλαμικού κράτους».
Στη συνέχεια αναφέρεται ότι «και ενώ η Τουρκία δεν είναι η μόνη χώρα που θέλει να θέσει την εκδίωξη του Άσαντ ως προτεραιότητα έναντι του αγώνα των ακραίων σουνιτών του Ισλαμικού Κράτους, ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει σθεναρά ότι η άμεση απειλή προέρχεται από τους αντάρτες του ΙΚ».
Επίσης, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με αναλυτές, «οι Κούρδοι του Κομπάνι κρατούνται όμηροι, καθώς ο Ερντογάν αναζητά να αποσπάσει παραχωρήσεις όχι μόνο από την Ουάσιγκτον, αλλά και από τους Κούρδους ηγέτες, τους μακροχρόνιους εσωτερικούς του αντιπάλους».
Ο Τουρκοαμερικανός Σονέρ Τσαγαπταΐ, αναλυτής του Washington Institute for Near East Policy, δήλωσε ότι «ο στόχος είναι να αποδυναμωθεί το παράνομο στην Τουρκία PKK, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συνομιλιών με την τουρκική κυβέρνηση».
Η Τουρκία, σημειώνεται επίσης, επιδιώκει οι Κούρδοι μαχητές να αποκηρύξουν τον Άσαντ και να συνταχθούν ανοικτά με τους Σύρους αντάρτες εναντίον του. Ωστόσο, οι μαχητές και οι τοπικοί πολιτικοί ηγέτες αποδέχτηκαν τον έλεγχο των κουρδικών περιοχών όταν οι δυνάμεις του Σύρου προέδρου αποσύρθηκαν νωρίτερα, στο πλαίσιο του πολέμου στη Συρία και επικεντρώθηκαν περισσότερο στην αυτοδιοίκηση και την προστασία των εδαφών τους απ’ ότι στις μάχες κατά της συριακής κυβέρνησης, ενώ σε ορισμένα μέρη πολέμησαν από κοινού με κυβερνητικά στρατεύματα.
Για το ίδιο θέμα, η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» υπογραμμίζει την «άρνηση» της Άγκυρας να μετάσχει στο συνασπισμό δυνάμεων κατά του Ισλαμικού κράτους. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «η τουρκική κυβέρνηση ζητά από τις ΗΠΑ ως προϋπόθεση να δεσμευτεί η κυβέρνηση Ομπάμα σε μια ευρύτερη στρατηγική που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση αυτού που η ίδια η Τουρκία θεωρεί ως την άλλη μεγάλη απειλή στο κατώφλι της: το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ».
Στο μεταξύ, σε χθεσινό κύριο άρθρο της εφημερίδας Γουόλ Στριτ Τζέρναλ διατυπώθηκε η άποψη ότι ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, «απολογείται σε λάθος ανθρώπους και για τους λάθος λόγους». Όπως τονίσθηκε, «ο κ. Μπάιντεν, με τη δήλωσή του ότι “οι σύμμαχοί μας στην περιοχή ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα στη Συρία” μίλησε σαν τον “γελωτοποιό” που λέει τις πιο σκληρές αλήθειες. Γιατί, πράγματι, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χρηματοδότησαν και όπλισαν τους εξτρεμιστές στη Συρία, ενώ η Τουρκία όντως δεν εμπόδισε το πέρασμα στη Συρία όσων ήθελαν να ενταχθούν στις δυνάμεις του ΙΚ».
Τέλος, επισημάνθηκε ότι «αυτές οι χώρες υποστηρίζουν τώρα τις ΗΠΑ και την στρατιωτική εκστρατεία στο Ιράκ και τη Συρία, αλλά είναι αυτές που βοήθησαν να δημιουργηθεί το πρόβλημα».