Στο νικητή των προεδρικών εκλογών Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αφιερώνει άρθρο της η γαλλική Liberation, σκιαγραφώντας το προφίλ του και τα κύρια χαρακτηριστικά που έχει ως πολιτικός.
«Το μεγαλύτερό του χάρισμα είναι η ρητορεία. Αυτοί οι φλογεροί λόγοι, όπου ανακατεύονται οι λέξεις του δρόμου μεκείνες του τζαμιού. Πρώην μαθητής ενός “ιμάμ χατίπ” (θρησκευτική σχολή που προορίζεται να εκπαιδεύει ιμάμηδες), ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει όπως ο λαός του, αλλά κυρίως μιλάει καθαρά.
“Η θέση του προέδρου δεν είναι φτιαγμένη για να ξεκουράζεσαι, ο λαός θέλει έναν πρόεδρο ενεργό», επαναλάμβανε ο Ερντογάν σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Οι φιλοδοξίες του είναι σαφείς: «Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν ένα προεδρικό σύστημα, άρα πρέπει κι εμείς να αλλάξουμε το πολιτικό μας σύστημα”.
Ο στόχος είναι να εγκαθιδρυθεί μια προεδρική δημοκρατία αμερικανικού τύπου ή μια ημιπροεδρική δημοκρατία γαλλικού τύπου. Σε πρώτη φάση βέβαια, καθώς δεν διαθέτει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο για να αλλάξει το Σύνταγμα ή ακόμη και για να οργανώσει ένα δημοψήφισμα, ο Ερντογάν θα διευρύνει όσο μπορεί περισσότερο τις εξουσίες που διαθέτει ήδη ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο Ερντογάν είναι πλέον ο ισχυρότερος πολιτικός άνδρας της Τουρκίας μετά τον Κεμάλ. “Πρόεδρος του λαού”, όπως παρουσιάζεται ο ίδιος, “Ρετζέπ μπέι” όπως τον αποκαλούν με σεβασμό οι οπαδοί του, θα εγκατασταθεί στο παλάτι Τσανκάγια που δεσπόζει στην Άγκυρα».
«Κατά κάποιο τρόπο», γράφει ο Μαρκ Σεμό στη Liberation, «ο νεοεκλεγείς πρόεδρος παίρνει τη ρεβάνς από τον Κεμάλ, έναν άνθρωπο που τον απωθεί και ταυτόχρονα τον γοητεύει. Εκείνος είχε ανατρέψει τον σουλτάνο, είχε καταργήσει το χαλιφάτο και είχε αλλάξει το αλφάβητο, επιβάλλοντας με τη βία τον δυτικό εκσυγχρονισμό. Αυτός θέλει να επαναφέρει την Τουρκία στο ισλαμικό αυλάκι».
«Θέλουμε να διαμορφώσουμε μια θρήσκα και μοντέρνα νεολαία, που θα διεκδικεί τη θρησκεία της, τη γλώσσα της, τη σοφία της και την αγνότητά της», είχε πει πριν από δύο χρόνια σε μια από τις πλέον διάσημες ομιλίες του. Την ίδια στιγμή, όμως, προσπαθεί να αντιγράψει πολλά από τα στοιχεία του Κεμάλ. «Αντί να ξεπεράσει τον κεμαλισμό, μένει στο ίδιο πλαίσιο κοινωνικού αυταρχισμού», επισημαίνει ο Μεντερές Τσινάρ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στην Άγκυρα. «Αντιγράφει τις μεθόδους του Κεμάλ οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, και θεωρώντας ότι δικαιούται να το κάνει αφού έχει κερδίσει όλες τις εκλογές από το 2002».
Σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο Τζενγκίζ Τσαντάρ, «ο ντε Γκωλ, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Τόνι Μπλερ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία ύστερα από δέκα χρόνια, αλλά εκείνος θέλει να παραμείνει μέχρι το 2023, για τα εκατό χρόνια της Δημοκρατίας. Ο Ερντογάν βλέπει τον εαυτό του ως ένα νέο σουλτάνο και θεωρεί ότι έχει αναλάβει μια διπλή αποστολή: να ξαναδώσει στο ισλάμ τη θέση του στην Τουρκία και να ξαναδώσει στην Τουρκία, κληρονόμο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη θέση της στον κόσμο».
Ο Ερντογάν είναι ένα σπάνιο πολιτικό ζώο. «Ο στόχος, με την άδεια του Θεού και τη στήριξη του λαού, είναι η εξουσία», έλεγε στην αρχή της καριέρας του αυτός ο πιστός ισλαμιστής, για τον οποίο «η δημοκρατία είναι μέσο, αλλά όχι σκοπός». Καθώς είναι ρεαλιστής, προσάρμοσε σταδιακά τον πολιτικό του λόγο και υποτάχθηκε στους συσχετισμούς δυνάμεων. Αλλαξε όμως πραγματικά; «Η πολιτική τον ενδιαφέρει λιγότερο από την εξουσία», λέει ο Μεχμέτ Ντιλγκέρ, ένας μετριοπαθής δεξιός που εντάχθηκε από την αρχή στο AKP, αλλά αποχώρησε όταν διαφώνησε με τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003. «Καθώς είναι βέβαιος ότι επελέγη από τον Θεό για να διοικήσει τη χώρα, θεωρεί ότι βρίσκεται πάντα στον σωστό δρόμο και δεν προσπαθεί καν να πείσει γι’αυτό. Ο Ερντογάν δεν είχε ποτέ μια πραγματική εμπειρία δημοκρατίας, ούτε στα παιδικά του χρόνια ούτε στην πολιτική του ζωή».
Με όπλο τις εκλογικές του επιτυχίες, ο Ερντογάν θεωρεί πλέον τον εαυτό του ηγέτη μιας χώρας που έχει ξαναγίνει περιφερειακή, αν όχι παγκόσμια δύναμη. «Πριν αναλάβουμε την εξουσία, δεν υπήρχε οικονομική σταθερότητα ούτε ασφάλεια ούτε δημοκρατία», λέει και ξαναλέει, προβλέποντας ότι μέχρι το 2023 η Τουρκία θα βρίσκεται στις δέκα πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου.
Για να αφήσει το αποτύπωμά του στην Ιστορία, ο πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης επενδύει κυρίως στα μεγάλα έργα στη μεγαλούπολη. Εγκαινίασε ένα τρίτο λιμάνι στον Βόσπορο, ένα τρίτο αεροδρόμιο και ονειρεύεται μια γιγαντιαία διώρυγα ώστε να αποσυμφορηθεί ο Βόσπορος. Το μεγαλύτερό του όνειρο όμως είναι ένα τεράστιο τζαμί στην Τσαμλίτζα, σε ένα λόφο της ασιατικής πλευράς. Με έξι τουλάχιστον μιναρέδες, τους «πιο ψηλούς στον κόσμο», το τζαμί αυτό θα μπορεί να φιλοξενεί 30.000 πιστούς και θα μπορεί να το βλέπει όλη η πόλη. Μετά τη Σουλεϊμανίγια λοιπόν, το τζαμί του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, θα υπάρξει μια μέρα και η Ταγιπίγια. Θεού θέλοντος, φυσικά.