Αργή αλλά σταθερή είναι η αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού που παρουσιάζει η Γερμανία. Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου την ώρα που η κυβέρνηση αναρωτιέται για το πόσο μπορεί να αντέξει ακόμη η χώρα.
Για μεγάλο διάστημα φαινόταν ότι η κατάσταση στη Γερμανία ήταν υπό έλεγχο, αναφέρει σε σχετικό της ρεπορτάζ η Deutsche Welle. Τα σχολεία ανοίγουν και οι διακοπές στο εξωτερικό είναι και αυτές εφικτές. Συγκεκριμένες εστίες δεν υπάρχουν τον Αύγουστο, ωστόσο οι ειδικοί βλέπουν με ανησυχία ότι ο ιός διασπείρεται στην κοινότητα και ότι αυξάνεται ο αριθμός των νέων κρουσμάτων. Πόσα όμως κρούσματα αντέχει το σύστημα υγείας;
Ο αριθμός των περιοχών που τον Ιούλιο δεν είχαν να αναφέρουν κανένα νέο κρούσμα ήταν 125. Έναν μόλις μήνα αργότερα ο αριθμός αυτός είναι μόλις 20. Σύμφωνα με τον γιατρό Μαξ Γκέρεντς από το πανεπιστήμιο του Μαγδεμβούργου, η αύξηση οφείλεται στην αύξηση των μετακινήσεων και των ταξιδιών.
Για τον Γερμανό επιστήμονα το ανησυχητικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα θα μπορούσαν να τεθούν σε καραντίνα εξαιτίας της αύξησης των κρουσμάτων. «Αυτούς τους ανθρώπους όμως, όπως είναι δάσκαλοι, νηπιαγωγοί ή νοσηλευτές τους χρειαζόμαστε» τονίζει ο καθηγητής.
Ανησυχητική αλλά υπό έλεγχο η κατάσταση
Την ερχόμενη Πέμπτη η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και οι πρωθυπουργοί των ομόσπονδων κρατιδίων θα συζητήσουν το θέμα και θα εξετάσουν ποια είναι τα απαραίτητα νέα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν. H γερμανίδα καγκελάριος χαρακτήρισε πρόσφατα την κατάσταση πολύ ανησυχητική, ωστόσο ακόμα υπό έλεγχο.
Οι υπηρεσίες υγείας ανακοίνωσαν στο επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ την περασμένη Πέμπτη 1.707 νέα κρούσματα σε μια ημέρα. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό από το τέλος Απριλίου. Ακόμα βέβαια απέχει από τα 6.000 κρούσματα που ανακοινώνονταν καθημερινά στις αρχές από το τέλος Μαρτίου μέχρι τις αρχές Απριλίου.
Ένα από τα πιο σημαντικά μέσα για την καταπολέμηση του κορονοϊού είναι η ιχνηλάτηση των επαφών και κυρίως όταν αυτή γίνεται πολύ γρήγορα, όπως λέει η Βιόλα Πρίσμαν από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στο Γκέτινγκεν.
Ωστόσο, η αύξηση των τεστ που γίνονται σε όσους επιστρέφουν από ταξίδια αυξάνει την πίεση και το φόρτο εργασίας στις υπηρεσίες υγείας. Σύμφωνα με την Ούτε Τάιχερτ, πρόεδρο της Ένωσης Ιατρών στο Δημόσιο Τομέα, λείπει προσωπικό. Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη της είναι να μην ξεπεράσει ο αριθμός των κρουσμάτων και των νοσούντων τις δυνατότητες του συστήματος υγείας. Διότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο τότε η εξάπλωση των κρουσμάτων θα είναι ακόμα πιο γρήγορη και η ιχνηλάτηση ακόμα πιο δύσκολη.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα έρθει η κορύφωση
Ακόμα όμως δεν είμαστε σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με τους ειδικούς. Μπορούμε όμως να υπολογίσουμε πόσο κοντά είμαστε σε μια τέτοια κατάσταση; «Κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποιο είναι το σημείο καμπής, ποιο είναι αυτό το σημείο που η κατάσταση δεν είναι πλέον ελεγχόμενη» εξηγεί η Βιόαλ Πρίσμαν από το Ινιστιτούτο Μαξ Πλανκ. Ο καθένας όμως με τη στάση του μπορεί να βοηθήσει: «εάν κάποιος έχει συμπτώματα, να μείνει στο σπίτι και εάν βρεθεί θετικός να ενημερώσει ο ίδιος τον κύκλο του, τους φίλους και τους συγγενείς».
Και στις ΜΕΘ πάντως η κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Τα νοσοκομεία απέχουν ακόμα από μια ‘απειλητική κατάσταση’ όπως δηλώνει ο Ούβε Γιάνσενς, πρόεδρος της Ένωσης Εντατικολόγων. Ένας από τους λόγους είναι ότι αυτή την περίοδο μολύνονται περισσότερο νέοι, οι οποίοι συνήθως δεν ασθενούν βαριά. Εκτός αυτού, κάποιος που έχει νοσήσει βαριά καταλήγει στην εντατική μετά από 13 ή 14 μέρες νοσηλείας.
Ο Γερμανός επιστήμονας ανησυχεί περισσότερο για την εξέλιξη της κατάστασης το φθινόπωρο διότι οι λοιμώξεις του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού θα δυσκολέψουν πολύ το διαχωρισμό της ασθένειας από τον κορονοϊό. Το μόνο που μπορεί να βοηθήσει, όπως λέει, είναι να γίνει πιο αργή η αύξηση των κρουσμάτων.