Τον φόβο του ότι ο Όσκαρ Πιστόριους, ο οποίος δικάζεται για τον φόνο της συντρόφου του Ρίβα Στέενκαμπ, θα αυτοκτονήσει με το ίδιο όπλο από το οποίο έχασε τη ζωή της εκείνη, εξέφρασε σήμερα στο δικαστήριο ένας μάρτυρας που ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος.
Κατά τη σημερινή τέταρτη ημέρα της δίκης του παραολυμπιονίκη δρομέα, ο γείτονάς του Γιόχαν Στιπ κατέθεσε ότι μπήκε στο σπίτι του Πιστόριους λίγα λεπτά αφότου άκουσε φωνές και πυροβολισμούς και βρήκε τον αθλητή γονατιστό μπροστά από το πτώμα μίας γυναίκας.
«Την πυροβόλησα. Την πέρασα για διαρρήκτη και την πυροβόλησα», κατέθεσε ο Στιπ ότι του είπε ο 27χρονος.
Γιατρός ο ίδιος, ο Στιπ περιέγραψε τις άκαρπες προσπάθειές του να επαναφέρει στη ζωή το 29χρονο μοντέλο και απόφοιτο της Νομικής που είχε σχέση με τον Πιστόριους λίγους μόλις μήνες, ενώ τη στιγμή της κατάθεσής του ο Πιστόριους ξέσπασε σε κλάματα και κρατούσε με τα χέρια το κεφάλι του.
Η Στέενκαμπ πέθανε αφού δέχτηκε τέσσερις πυροβολισμούς, μεταξύ των οποίων και στο κεφάλι, από τον Πιστόριους μέσα στο μπάνιο όπου είχε κλειδωθεί στον πάνω όροφο του σπιτιού του. Ο ίδιος αρνείται ότι την δολοφόνησε κι υποστηρίζει ότι πρόκειται για τραγικό λάθος και ότι την πέρασε για διαρρήκτη.
Την ώρα που ο Στιπ επιχειρούσε να δει αν μπορεί να επαναφέρει την Στέενκαμπ, ο Πιστόριους τον ικέτευε να την σώσει, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο μάρτυρας.
«Ο Όσκαρ έκλαιγε συνέχεια. Προσευχόταν στον Θεό: ‘Σε παρακαλώ άφησέ την να ζήσει, δεν πρέπει να πεθάνει’ «, είπε ο μάρτυρας.
Κάποια στιγμή, όταν ο Πιστόριους έφυγε από εκεί όπου βρισκόταν νεκρή η σύντροφός του, ο Στιπ νόμισε ότι πάει να αυτοκτονήσει.
«Παρατήρησα ότι ο Όσκαρ ανέβαινε στον πάνω όροφο και ρώτησα τον κύριο Στάντερ (τον διαχειριστή του κτιριακού συγκροτήματος όπου διέμενε ο αθλητής) αν ήξερε που βρίσκεται το όπλο γιατί ήταν προφανές ότι ο Όσκαρ ήταν ταραγμένος, πολύ ταραγμένος», είπε ο μάρτυρας.