Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον τερματισμό του πολέμου στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, περίπου 120.000 νάρκες εξακολουθούν να βρίσκονται «κρυμμένες» στο έδαφος, εκεί όπου κάποτε ήταν η πρώτη γραμμή των μαχών.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η κατάσταση, όπως αναφέρει σε εκτενές ρεπορτάζ στην αγγλόφωνη σελίδα του το αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα, είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον φτωχό πληθυσμό των αγροτικών περιοχών της χώρας, καθώς, λόγω έλλειψης εναλλακτικών λύσεων, το δάσος είναι η μόνη πηγή εισοδήματος, με συνέπεια οι τραγωδίες να είναι αναπόφευκτες.
«Είναι το γεγονός ότι αισθάνεσαι αβοήθητος που σε τρελαίνει» δηλώνει ο Ιμπραχίμ Μπίγελιτς, ο οποίος πριν από ενάμιση χρόνο έζησε την πιο σκοτεινή μέρα της ζωής του.
Ο 38χρονος από τη μικρή πόλη του Όλοβο, περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια του Σαράγεβο, αφηγείται την ιστορία του: «Όλα συνέβησαν στο διπλανό δάσος, όχι πολύ μακριά από το σπίτι μου. Πήγαινα εκεί και μάζευα ξύλα. Θεωρείτο ασφαλές μέρος και δεν υπήρξαν ατυχήματα στο παρελθόν, ώσπου…».
Εκείνη την ημέρα του Αυγούστου του 2012, μία νάρκη κατά προσωπικού εξερράγη δίπλα του, με αποτέλεσμα ο 38χρονος να φέρει σήμερα πολλά θραύσματα «φυτευμένα» σε όλο το σώμα του, με τη χειρουργική επέμβαση να θεωρείται- προς το παρόν- επικίνδυνη.
Ωστόσο, δεν είναι τα τραύματά του που «στοιχειώνουν» τον νεαρό άνδρα κάθε νύχτα. Ο εξάχρονος γιος του, Τάρεκ, ήταν μαζί του εκείνη την ημέρα και ήταν αυτός που ενεργοποίησε κατά λάθος τη νάρκη με ένα μεγάλο κλαδί. Σοβαρά τραυματισμένος, ο Ιμπραχίμ πήρε στην αγκαλιά τον μικρό γιο του, περπάτησε έως τον δρόμο και ένας γείτονας σταμάτησε με το αυτοκίνητό του για να τους πάει στο νοσοκομείο. Για τον μικρό Τάρεκ, όμως, ήταν ήδη αργά. Ένα από τα κομμάτια της νάρκης είχε διαπεράσει την καρδιά του.
Ο θάνατος του εξάχρονου είναι μόνο ένα παράδειγμα της βίαιης κληρονομιάς στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, ακόμη και δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Περίπου 120.000 νάρκες παραμένουν στο έδαφος αυτής της βαλκανικής χώρας, σύμφωνα με το Κέντρο Δράσης κατά των Ναρκών. Από τον τερματισμό των εχθροπραξιών έως σήμερα περισσότεροι από 1.700 άνθρωποι ενεπλάκησαν σε ατυχήματα με νάρκες. Περίπου 600 από αυτούς οδηγήθηκαν στον θάνατο, ενώ οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν- πολλοί σοβαρά. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, τα θύματα αναγκάστηκαν να υποβληθούν σε ακρωτηριασμούς.
Προκειμένου να υπάρξει πλήρης αποναρκοθέτηση, η χώρα χρειάζεται γύρω στα 40 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, σύμφωνα με τον Σάσα Ομπράντοβιτς από το Κέντρο Δράσης κατά των Ναρκών στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη. Ο στόχος που είχαν θέσει οι αρχές της χώρας να «καθαρίσει» πλήρως το έδαφος της Βοσνίας από τις νάρκες έως το 2009 πήρε παράταση μίας δεκαετίας, αλλά ορισμένοι ειδικοί θεωρούν πως ακόμη και ο νέος στόχος είναι ανέφικτος. Η χώρα δεν υστερεί σε ειδικούς ή τεχνικό εξοπλισμό, αλλά χρειάζεται χρήματα γι’ αυτόν τον σκοπό, ενώ οι περισσότερες από τις έως σήμερα δράσεις αποναρκοθέτησης έγιναν στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα οι αγροτικές περιοχές να παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ειδική σήμανση για τα περισσότερα ναρκοπέδια, ατυχήματα εξακολουθούν να συμβαίνουν, σημειώνεται στο ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα. Μόνο τον φετινό Ιανουάριο, 10 άνθρωποι ενεπλάκησαν σε ατυχήματα με νάρκες, μεταξύ αυτών και ένα 10χρονο αγόρι, το οποίο έχασε τη ζωή του κατά την έκρηξη. Ο 10χρονος, όπως και ο εξάχρονος Τάρεκ, έγιναν θύματα ενός πολέμου, ο οποίος είχε τελειώσει πριν γεννηθούν.
Στην ερώτηση γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να πηγαίνουν στα δάση- παρά τον κίνδυνο- ο Αμίρ Μουγιάνοβιτς από την Πρωτοβουλία Επιζώντων των Ναρκών εξηγεί ότι η φτώχεια είναι αυτή που τους οδηγεί εκεί. Η μη κυβερνητική οργάνωση στην οποία ανήκει ο κ. Μουγιάνοβιτς έχει καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να βοηθήσει τους επιζήσαντες τέτοιου είδους ατυχημάτων και τις οικογένειές τους, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά, μέχρι να μπορέσουν να επανενταχθούν στην κοινωνία.
«Δεν μπορεί να είναι αρκετό το να βάζει κάποιος προειδοποιητικές πινακίδες με νεκροκεφαλές πριν από την είσοδο σε κάθε δασική περιοχή και να ελπίζει πως κάποιος θα κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από την περιοχή αυτή, προκειμένου να δει τη σήμανση» τονίζει ο κ. Μουγιάνοβιτς.
«Για εμάς, η συλλογή ξύλων και φρούτων στο δάσος ήταν πάντα η μόνη πηγή επιβίωσης» υπογραμμίζει, από την πλευρά της, η Ραζίγια Άλιτς από το χωριό Ριέκα Λουκάβιτσα της Βοσνίας. Οι ευκαιρίες για δουλειά στην περιοχή από την οποία προέρχεται η 54χρονη γυναίκα είναι σπάνιες, καθώς, εκτός από ορισμένες αγροτικές δραστηριότητες, οι περισσότεροι ζουν πουλώντας καυσόξυλα.
«Ήταν δύσκολα αλλά μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε στην όλη κατάσταση» δηλώνει η κ. Άλιτς. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξέσπασε ο πόλεμος και όλα άλλαξαν αίφνης. Το σπίτι της οικογένειάς της βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολεμικού μετώπου και αναγκάστηκαν να φύγουν. Όταν επέστρεψαν, ένα τεράστιο ναρκοπέδιο είχε περικυκλώσει το σπίτι. Αναπόφευκτα, δεν άργησε η μέρα που βίωσαν την πρώτη τραγωδία.
«Ο Νεντζάντ ήταν ο πρώτος» λέει η κ. Άλιτς εξιστορώντας το «μαύρο» χρονολόγιο των θανάτων από νάρκες στην οικογένειά της. Ο γιος της ήταν 19 ετών όταν πέθανε το 1996, πατώντας πάνω σε νάρκη ενώ μάζευε ξύλα. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, σημειώθηκε μία ακόμη έκρηξη. Αυτή τη φορά ήταν ο σύζυγός της που έχασε τη ζωή του.
Με σταυρωμένα τα χέρια, η 54χρονη γυναίκα κάθεται δίπλα στον Ρουζμίρ, τον μικρότερο γιο της, και συνεχίζει την ιστορία της. «Δύο χρόνια πριν, ο ήχος από την έκρηξη ήταν τόσο δυνατός ώστε τον άκουσα μέσα στην κουζίνα» λέει. Ήταν ο Γιούσουφ, ο δεύτερος γιος της και ο κουνιάδος της που είχαν σκοτωθεί. Ο 19χρονος, σήμερα, Ρουζμίρ, ο μόνος γιος που της έχει απομείνει, αναφέρει πως κι αυτός αναγκάζεται να πάει στο δάσος, αφού θα πρέπει να παρέχει τα προς το ζην στην οικογένειά του.
Μία ημέρα μετά τον θάνατο του Τάρεκ, ο Αμίρ Μουγιάνοβιτς επισκέφθηκε την οικογένεια Μπίγελιτς. Λίγες εβδομάδες μετά, η Πρωτοβουλία Επιζώντων των Ναρκών κατάφερε να προσφέρει στην οικογένεια ένα μικρό τρακτέρ και ένα τρέιλερ, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στον Ιμπραήμ να μαζεύει καυσόξυλα από πιο ασφαλείς περιοχές.
Μέχρι σήμερα, η Πρωτοβουλία Επιζώντων των Ναρκών έχει βοηθήσει περίπου 3.000 άτομα. «Αυτό που χρειάζεται είναι να καθαρίσει όλη η χώρα από τις νάρκες» σημειώνει ο κ. Μουγιάνοβιτς και καταλήγει: «Όσο υπάρχει έστω και μία νάρκη στη Βοσνία, όσο έστω και ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κίνδυνο, η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει».