Η καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου για την απομάκρυνση των πιο επικίνδυνων χημικών παραγόντων από το έδαφος της Συρίας δεν είναι πολύ πιθανό να μπορέσει να τηρηθεί από τη χώρα, ανακοίνωσαν σήμερα τα Ηνωμένα Έθνη.
Ο ΟΗΕ και ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ) παραδέχθηκαν πως σημειώθηκε «σημαντική πρόοδος», αλλά κάλεσαν τον σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ να «εντείνει τις προσπάθειες» προκειμένου να τηρηθούν οι συμφωνηθείσες προθεσμίες για την καταστροφή του οπλοστασίου χημικών όπλων της Συρίας.
Σύμφωνα με τον οδικό χάρτη του ΟΑΧΟ, το συριακό οπλοστάσιο θα πρέπει να καταστραφεί έως τις 30 Ιουνίου, όμως η διαδικασία έχει ήδη καθυστερήσει, κυρίως λόγω προβλημάτων ασφαλείας στη Συρία, που ρημάζεται από τον πόλεμο.
«Οι προετοιμασίες συνεχίζονται για τη μεταφορά της πλειονότητας των επικίνδυνων χημικών υλικών από την αραβική Δημοκρατία της Συρίας προς την καταστροφή τους στο εξωτερικό. Ωστόσο, η μεταφορά των πιο επικίνδυνων παραγόντων πριν από τις 31 Δεκεμβρίου δεν είναι πολύ πιθανή», εξηγούν σε κοινή ανακοίνωσή τους οι δύο οργανισμοί.
Εκτός από τη σύγκρουση, προβλήματα επιμελητείας και η κακοκαιρία ήρθαν να καθυστερήσουν τη μεταφορά των χημικών παραγόντων προς το λιμάνι της Λαττάκειας, στις συριακές ακτές.
Και, σύμφωνα με διπλωμάτες του ΟΗΕ, ορισμένες λεπτομέρειες της διαδικασίας καταστροφής δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχθηκαν να αναλάβουν την καταστροφή χημικών όπλων της «κατηγορίας 1», στους οποίους περιλαμβάνονται παράγοντες απαραίτητοι για την παραγωγή αερίου σαρίν ή μουστάρδας.
Η καταστροφή των χημικών παραγόντων θα πραγματοποιηθεί στα διεθνή ύδατα σε ένα σκάφος του αμερικανικού ναυτικού, το MV Cape Ray.
Πολεμικά σκάφη της Δανίας και της Νορβηγίας αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να συνοδεύσουν δύο φορτηγά πλοία που θα πρέπει να συλλέξουν τους χημικούς παράγοντες στο λιμάνι της Λαττάκειας.
Τα φορτηγά πλοία θα μεταφέρουν στη συνέχεια τους παράγοντες σε ένα ιταλικό λιμάνι όπου θα «επιβιβαστούν» στο αμερικανικό σκάφος, προτού επιστρέψουν στη Λαττάκεια για να αναλάβουν τους τελευταίους, λιγότερο επικίνδυνους, χημικούς παράγοντες, που αναμένεται να καταστραφούν από ιδιωτικές εταιρίες.