Ο κώδικας μπράιγ (Braille), το σύστημα γραφής και ανάγνωσης των τυφλών, εφευρέθηκε το 19ο αιώνα από τον Louis Braille, ο οποίος ήταν τελείως τυφλός.
Ο Louis Braille τυφλώθηκε σε πολύ μικρή ηλικία, όταν ήταν μόλις 3 ετών, όταν μια μέρα ενώ έπαιζε στο μαγαζί του πατέρα του στην Coupvray της Γαλλίας, κατάφερε με κάποιο τρόπο να τραυματίσει το μάτι του.
Παρότι του προσφέρθηκε η καλύτερη ιατρική φροντίδα που υπήρχε εκείνην την εποχή, το μάτι του μολύνθηκε και η μόλυνση εξαπλώθηκε σύντομα και στο άλλο, με αποτέλεσμα να χάσει εντελώς την όρασή του.
Εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει η Emily Upton στο todayifoundout.com, υπήρχε ένα σύστημα ανάγνωσης για τους τυφλούς, το οποίο βασιζόταν στην αναγνώριση ανάγλυφων γραμμάτων της αλφαβήτου με τα δάχτυλα. Η μέθοδος αυτή όμως ήταν εξαιρετικά αργή και δύσκολη καθώς ήταν αρκετά απαιτητικό να «διαβάσει» κανείς με την αφή τα περίπλοκα γράμματα της αλφαβήτου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να δυσκολεύονται να μάθουν το ανάγλυφο σύστημα ανάγνωσης.
Το 1821 ο δάσκαλος του Braille, Dr. Alexandre Francois-Rene Pignier, προσκάλεσε τον Charles Barbier να μιλήσει σε μια τάξη νεαρών, τυφλών μαθητών στο Εθνικό Ινστιτούτο για Τυφλούς Νέους στο Παρίσι. Ο Barbier είχε αναπτύξει ένα «νυχτερινό σύστημα γραφής» για το στρατό, το οποίο χρησιμοποιούσε ανάγλυφες κουκίδες. Ο Ναπολέων είχε ζητήσει να φτιαχτεί ένα σύστημα επικοινωνίας που οι στρατιώτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ακόμη και στο σκοτάδι, χωρίς να κάνουν καθόλου θόρυβο καθ’ όλη τη διαδικασία.
Το σύστημα του Barbier κρίθηκε ως πολύ περίπλοκο για το στρατό και απορρίφθηκε.
Ωστόσο, πίστεψαν ότι θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για τους τυφλούς, και αυτό οδήγησε τον Dr. Pignier να καλέσει τον Barbier και να κάνει μια επίδειξη.
Το σύστημα που είχε αναπτύξει ο Barbier δεν ήταν αρκετά λειτουργικό, καθώς η γραφή και η ανάγνωση βασιζόταν σε μια περίπλοκη μέθοδο χρήση κουκίδων 6 × 6 για την αναπαράσταση γραμμάτων και ορισμένων φωνηέντων. Αν κάποιος δεν είχε πολύ μεγάλα δάχτυλα, δε μπορούσε να αισθανθεί όλες τις κουκίδες χωρίς να τα κουνήσει.
Αυτό όμως αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης του Braille, ο οποίος άρχισε να πειραματίζεται.
Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, μια πλάκα και μια γραφίδα και άρχισε να κάνει τρύπες, προσπαθώντας να βρει κάτι που θα μπορούσε να είναι λειτουργικό.
Το 1825, σε ηλικία 16 ετών, είχε δημιουργήσει ένα σύστημα αρκετά πιο λειτουργικό και ανώτερο από το υπάρχον σύστημα ανάγλυφης ανάγνωσης και γραφής. Ο αρχικός του κώδικας αποτελούνταν από έξι κουκίδες σε δύο παράλληλες σειρές, με κάθε σειρά να αντιπροσωπεύει ένα γράμμα. Το σύστημα αυτό ήταν πιο απλό από του Barbier, ωστόσο ήταν τόσο ευέλικτο ώστε να επιτρέπει το σχηματισμό έως και 64 παραλλαγών, αρκετών για όλα τα γράμματα της αλφαβήτου και των σημείων στίξης.
Ακόμη, μπορούσε να προσαρμοστεί και σε άλλες γλώσσες, πέραν της γαλλικής.
Το πιο σημαντικό του στοιχείο όμως ήταν, ότι αντί να χρειάζεται να ψηλαφίσει κανείς για να εντοπίσει ένα ολόκληρο γράμμα, μπορούσε πιο εύκολα να νιώσει το συνδυασμό των κουκίδων, κάνοντας το διάβασμα για τους τυφλούς σημαντικά πιο εύκολο και πιο γρήγορο.
Ο Dr. Pignier εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά του Braille και ενθάρρυνε τους μαθητές του να χρησιμοποιήσουν το σύστημά του.
Όταν όμως ο Dr. Pignier εισήγαγε το μάθημα «Ιστορία της Γαλλίας» γραμμένο στη γλώσσα «μπράιγ» για τους μαθητές τους, απολύθηκε από τη θέση του διευθυντή του ινστιτούτου, επειδή επέμενε να χρησιμοποιεί αυτό το σύστημα, αντί το καθορισμένο σύστημα ανάγλυφης ανάγνωσης.
Ο Braille έγινε ο ίδιος καθηγητής στο Ινστιτούτο και δίδαξε τον κώδικά του στους μαθητές του.
Το 1834, όταν ήταν περίπου 20 ετών, κλήθηκε να κάνει μια επίδειξη για τις χρήσεις του κώδικα μπράιγ στην Έκθεση Βιομηχανίας, που διεξαγόταν στο Παρίσι εκείνη τη χρονιά, κάτι που ενίσχυσε τη φήμη και τη δημοτικότητά του.
Ο Braille είχε ήδη εκδώσει τότε ένα βιβλίο για το πώς μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον κώδικα.
Παρόλ’ αυτά το Εθνικό Ινστιτούτο για Τυφλούς Νέους, στο οποίο εργαζόταν ο Braille, εξακολουθούσε να αρνείται να υιοθετήσει επίσημα τον κώδικα.
Αυτό έγινε το 1854, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Braille, οκτώ χρόνια αφότου ένα σχολείο στο Άμστερνταμ άρχισε να τον χρησιμοποιεί ως το κύριο σύστημα ανάγνωσης και γραφής και μετά από συνεχείς πιέσεις από τους μαθητές του ινστιτούτου που ζητούσαν επίμονα να γίνει η αλλαγή.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ο κώδικας μπράιγ είχε υιοθετηθεί από τα περισσότερα μέρη του κόσμου, εκτός των ΗΠΑ, που τον «υιοθέτησαν» το 1916.