Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ζήτησε σήμερα από τη διεθνή κοινότητα να διατηρήσει σε ισχύ τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν για να επιτύχει τον τερματισμό του πυρηνικού του προγράμματος.
«Θα ήταν ιστορικό λάθος αν ελαφρυνθούν οι κυρώσεις εναντίον του Ιράν ακριβώς τη στιγμή που επιτυγχάνουν τον στόχο τους», δήλωσε ο Νετανιάχου, μία ημέρα πριν τις συνομιλίες στη Γενεύη μεταξύ της Ομάδας 5+1 και του Ιράν (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία) για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
«Το Ισραήλ δεν θα επιτρέψει στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα», επανέλαβε ο ισραηλινός πρωθυπουργός.
«Χάρη στις κυρώσεις αυτές η ιρανική οικονομία έχει φτάσει σε σημείο διάλυσης. Παρά την πίεση, το ιρανικό καθεστώς δεν έχει αποκηρύξει το πυρηνικό του πρόγραμμα, άλλαξε μόνο τακτική για να επιτύχει τους στόχους του», σημείωσε ο Νετανιάχου.
«(Το Ιράν) είναι έτοιμο να προχωρήσει σε ασήμαντες αλλαγές στο πυρηνικό του πρόγραμμα, οι οποίες θα του επιτρέψουν να διατηρήσει την ικανότητά του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, με αντάλλαγμα μια ελάφρυνση των κυρώσεων, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση όλου του καθεστώτος κυρώσεων», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Το Ιράν είναι έτοιμο να προσφέρει πολύ λίγα και σε αντάλλαγμα να λάβει πολλά», εκτίμησε ο Νετανιάχου.
«Αντίθετα από την επικρατούσα άποψη, αν μειώσουμε την πίεση δεν θα ενισχυθεί η μετριοπάθεια στο Ιράν, αλλά (θα ενισχυθεί) η χωρίς υποχωρήσεις προσέγγιση του πραγματικού ιρανού ηγέτη, του αγιατολάχ Χαμενεΐ, και θα θεωρηθεί νίκη του», κατήγγειλε ο ισραηλινός πρωθυπουργός.
Στο μεταξύ και ο ισραηλινός υπουργός Στρατηγικών Υποθέσεων Γιουβάλ Στάινιτς έκανε την ίδια έκκληση στη διεθνή κοινότητα.
«Οι Ιρανοί προσήλθαν στο τραπέζι του διαλόγου εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής πίεσης» που ασκήθηκε στη χώρα τους, δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Στάινιτς.
«Το Ιράν έχει ανάγκη από μια συμφωνία άμεσα. Η ιρανική οικονομία είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση», πρόσθεσε ο ισραηλινός υπουργός, ο οποίος σημείωσε ότι «το δίλημμα είναι απολύτως ξεκάθαρο για εκείνους (τους Ιρανούς): αν θέλουν να σώσουν την οικονομία τους, πρέπει να αποκηρύξουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα».
Ο Στάινιτς υπογράμμισε εξάλλου την αναγκαιότητα μιας «πειστικής στρατιωτικής απειλής που θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες» να υπάρξει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, επικαλούμενος το παράδειγμα της Συρίας.
«Πριν ένα χρόνο κανείς από εμάς, περιλαμβανομένου και εμού, δεν θα είχε ονειρευτεί ή σκεφτεί ότι είναι δυνατόν ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ να υπογράψει μια συμφωνία για την καταστροφή του χημικού του οπλοστασίου», σημείωσε ο ίδιος.
«Ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα παρουσίασε μια πειστική στρατιωτική απειλή και ξαφνικά σημειώθηκε διπλωματική πρόοδος» τον Σεπτέμβριο, συνέχισε ο Στάινιτς.