Σαν σήμερα 200 χρόνια πριν, στις 19 Νοεμβρίου 1819, άνοιγε τις πύλες του το Βασιλικό Μουσείο στη Μαδρίτη, το ίδρυμα που έμελλε να αποτελέσει το σπέρμα για τη σημερινή Πινακοθήκη του Πράδο. Εκείνην την εποχή, ο σημαντικότερος εν ζωή Ισπανός καλλιτέχνης ήταν ο Φρανθίσκο ντε Γκόγια (Φουεντοτόδος 1746- Μπορντώ 1828), ενώ σήμερα ο ίδιος εξακολουθεί να θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ισπανικής τέχνης όλων των εποχών. Και δεν θα μπορούσε να είναι άλλος καλλιτέχνης εκτός από αυτόν, που θα μπορούσε με μία έκθεσή του να τιμήσει καλύτερα τα 200 χρόνια της διάσημης Πινακοθήκης.
Η έκθεση «Μόνο η βούληση μου περισσεύει», που εγκαινιάζεται ακριβώς για την 200ή επέτειο του Πράδο, συγκεντρώνει για πρώτη φορά σχέδια σε χαρτί και σκίτσα του Γκόγια (πάνω από 300 έργα).
Η κεντρική ιδέα είναι να αποδειχθεί στο κοινό, όχι μόνον η τεχνική επιδεξιότητα, η συνθετική μεγαλοφυΐα του Ισπανού καλλιτέχνη, αλλά κυριότερα η επικαιρότητα και η τόλμη με την οποία το χέρι του αποτύπωσε πτυχές και θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, που ακόμη και σήμερα λιγοστοί κατορθώνουν να το πράξουν με τέτοιο εκφραστικό και συνολικό τρόπο. Η καταπίεση των γυναικών και η ποδηγέτηση των μαζών, οι διακρίσεις και η υποκρισία της άρχουσας τάξης, τα δεινά των ταπεινών και καταφρονεμένων, η μοίρα των θυμάτων του πολέμου, έχουν απαθανατισθεί με ρεαλιστικά ανατριχιαστικό και αποστομωτικά κατάδηλο τρόπο από τον Γκόγια και ίσαμε τις ημέρες μας οι αναπαραστάσεις τούτες χρησιμεύουν για να συμβολίζουν τα παρόντα δεινά του ανθρώπινου όντος.
Η διπλή τούτη διάσταση, της σημασίας του μεγάλου ζωγράφου —στην Ιστορία της Τέχνης και ως σώμα έργων στις συλλογές του Πράδο— και της αναμφισβήτητης επικαιρότητάς του, ώθησαν την διεύθυνση της Πινακοθήκης να επιλέξει τον Γκόγια ως τον καλύτερο εκφραστή της πορείας της σε τούτα τα 200 χρόνια. Το σύνολο του έργου του Γκόγια που φυλάσσεται στο Πράδο είναι εντυπωσιακό –150 πίνακες και πάνω από 500 σχέδια και έγγραφα, όπως η εντυπωσιακή αλληλογραφία του με τον φίλο του Μαρτίν Θαπατέρ.
Όπως τονίζει ο διευθυντής του Πράδο Μιγέλ Φαλόμιρ «συνηθίζουν να με ρωτούν για την πιθανότητα να εκθέσω σύγχρονα έργα τέχνης σε αυτές τις αίθουσες. Όμως δεν πιστεύω πως υπάρχει τίποτε πιο σύγχρονο από τα έργα πάνω στο χαρτί του Γκόγια. Δεν υπάρχει συγκαιρινός μας καλλιτέχνης που να έχει μπορέσει να καταγγείλει τους εφιάλτες μας με τόση αυστηρότητα και ευστοχία».
Αλλά το ερώτημα, σε συνδυασμό με την επέτειο, που εύλογα γεννήθηκε στους οργανωτές ήταν το εξής: Ποια έργα του Γκόγια θα μπορούσαν ακόμη και σήμερα να μας εκπλήξουν περισσότερο; Η απάντηση ήλθε αβίαστα: τα σκίτσα του, αφού αυτά είναι εκείνα που σπανιότερα εκτίθενται. Το Μουσείο διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή σκίτσων στον κόσμο, όμως οι συνθήκες για τη φύλαξή τους δεν είναι οι κατάλληλες μέσα στο παραδοσιακό κτίριο του Πασέο ντελ Πράδο κι έτσι σπάνια εκτίθενται όλα.
Οι Μανουέλα Μένα και Χοσέ Μανουέλ Ματίλια, οι δύο επιμελητές της έκθεσης, είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν όλες τις δυνατότητες, που χαρίζει σε τέτοια έργα μικρής διάστασης, όπως είναι τα σκίτσα, η δραματική αυστηρότητα των χρωμάτων και του φωτός στις δύο αίθουσες του κτιρίου των Χερόνιμος. Η έκθεση των σχεδίων σε 23 ενότητες κι ένα σκούρο φόντο, συνθέτουν εκείνη την ένταση που είναι απαραίτητη για την όσμωση που απαιτεί η απόλαυσή τους.
Εκείνο που ιδιαίτερα εκπλήσσει τον θεατή είναι το λεγόμενο «ιταλικό τετράδιο» του Γκόγια, το πρώτο που αγόρασε κατά την πρώτη του επίσκεψη στη Ρώμη, με στόχο να βελτιώσει την τεχνική του στο σχέδιο. Ακολουθούν τα προσχέδια για τις νωπογραφίες στην Πιλάρ της Θαραγόθα, ή τα σχέδια για τάπητες.
Εξίσου εντυπωσιακά τα χαρακτικά, με βάση τον «δάσκαλό» του Βελάσκεθ, οι μελέτες του πάνω στην τονικότητα των χρωμάτων, τα λιγότερο γνωστά τετράδια του Σανλούκαρ, της Μαδρίτης, του Μπορντώ. Σειρές σχεδίων που σπάνια εκτίθενται, όπως ο «Μαγικός Καθρέπτης», όπου η εικόνα ενός δανδή κατοπτρίζεται ως ένας πίθηκος.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι γνωστές σειρές χαρακτικών του Γκόγια, όπου συνυπάρχει ο χώρος των ονείρων με τους εφιάλτες, η καταγγελία για τις συνθήκες του περίγυρου με την ειρωνεία για τα ανθρώπινα: όπως τα διάσημα «Καπρίτσια», οι «Ταυρομαχίες», οι «Ανοησίες» και οι ανατριχιαστικές «Καταστροφές», όπου το σχέδιο και η γραμμή φθάνουν στα όρια της αφαίρεσης. Το πανόραμα της ματιάς και της παραγωγής του Γκόγια συμπληρώνουν τα σχέδια για τα θέματα που τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, «για την κακή λογοτεχνία», όπως τονίζει η Μένα: η βία κατά των γυναικών, το γήρας και το μαυλισμένο από τις ελίτ πλήθος.
Η έκθεση αποτελεί έναν φόρος τιμής για έναν καλλιτέχνη, που η ιδιοφυΐα κι η διορατικότητά του παραμένει ως σήμερα αξεπέραστη. Έναν δημιουργό που ίσαμε τα στερνά του παρέμενε αφοσιωμένος στην τέχνη του. Από την εξορία του στο Μπορντώ έγραφε στον Χοακίν Μαρία Φερέρ, πολιτικό και εκδότη εικονογραφημένων βιβλίων στο Παρίσι: «Συμπάθα με για τούτα τα κακά γράμματα, γιατί μήτε η όραση, μήτε ο καρπός, μήτε η πένα και το μελάνι μου φθάνουν. Μόνο η βούληση μου περισσεύει». Μία εμπνευσμένη φράση που χρησίμευσε κι ως τίτλος της έκθεσης.