Η απαγωγή είναι μια τερατώδης πράξη. Μέσα σε μια στιγμή η σχέση μεταξύ δυο ανθρώπων διαμορφώνεται διαφορετικά, γίνονται απαγωγέας και κρατούμενος, θύτης και θύμα. Ο ένας από τους δυο έχει την απόλυτη δύναμη στα χέρια του και ο άλλο απολύτως καμία, ενώ το χειρότερο είναι ότι ο απαγωγέας ήξερε ίσως από καιρό ότι θα φτάσει αυτή η στιγμή, γιατί τη σχεδίαζε, ενώ ο άλλος δεν είχε ιδέα.
Οι ειδήσεις που διαβάζουμε κατά καιρούς για απαγωγές εγείρει μια ερώτηση που ίσως πολλοί έχουν αναρωτηθεί: Τι συμβαίνει στο μυαλό ενός ανθρώπου -ειδικά ενός παιδιού- έπειτα από ένα τέτοιο τραύμα; Υπάρχει άραγε πλήρης επαναφορά ύστερα από κάτι τόσο συγκλονιστικό, κι αν υπάρχει πώς επιτυγχάνεται; Το ακόμα πιο αξιοπερίεργο είναι πώς αυτά τα θύματα που είναι φυλακισμένα κατά τέτοιο τρόπο δεν προσπαθούν να αποδράσουν όταν τους δίνεται η ευκαιρία;
Στην περίπτωση μιας απαγωγής στο Κλίβελαντ, ίσως οι γυναίκες να προσπάθησαν να το κάνουν, καθώς η σωτηρία τους έτσι κι αλλιώς ήρθε όταν ο ένας εκ των δραστών, ο Ariel Castro, 52 ετών, έφυγε από το σπίτι και ένα από τα θύματα, η Amanda Berry άρχισε να χτυπάει δυνατά την πόρτα και να ουρλιάζει για να την ακούσει και να τη σώσει κάποιος γείτονας, όπως κι έγινε. Ίσως αυτή ήταν η μοναδική φορά που είχε την ευκαιρία να κάνει κάτι τέτοιο από την ημέρα που χάθηκαν τα ίχνη της το 2003, αλλά αυτό δεν είναι το πλέον πιθανό μιας και μιλάμε για ένα μικρό σπίτι σε μια κατοικημένη περιοχή με πολύ κόσμο κι έναν απαγωγέα που τον είχαν δει πολλές φορές οι γείτονες να κυκλοφορεί έξω.
Η Jaycee Lee Dugard που έπεσε θύμα απαγωγής το 1991 σε έναν προαστιακό δρόμο στην Καλιφόρνια σε ηλικία 11 μόλις ετών κρατήθηκε από τον απαγωγέα της για 18 ολόκληρα χρόνια και φαίνεται να δούλευε στο κατάστημα του θύτη και τουλάχιστον ένας πελάτης φαίνεται να της μίλησε στο τηλέφωνο και να την γνώρισε.
Η Elizabeth Smart, το 14 ετών κορίτσι, που έπεσε θύμα απαγωγής το 2002 και κρατήθηκε ένα χρόνο, εντοπίστηκε σε δημόσιο χώρο υπό τον έλεγχο του απαγωγέα της, μεταμφιεσμένη με περούκα, μαντήλι και γυαλιά ηλίου.
Προφανώς υπάρχει κάτι που διαλύει το μυαλό αυτών των ανθρώπων και τη θέλησή τους όταν καταρρίπτεται κάθε πιθανότητα αυτονομίας που έχουν. Όσο και να θέλουμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι θα παλεύαμε σαν άγρια θηρία αν ήμασταν στη θέση τους, τελικά μάλλον την ίδια ακριβώς στάση θα κρατήσουμε, όπως και τα πραγματικά θύματα. Η πρόκληση είναι να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι ακριβώς η ψυχολογική βλάβη που προκαλείται σε τέτοιου είδους θύματα που μπορεί να παρακάμψει το ανθρώπινο μυαλό και το σημαντικότερο, τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να ξεπεράσουν το τραύμα τους.
Το χειρότερο κοινό στοιχείο όλων αυτών των περιπτώσεων απαγωγής που αναφέρθηκαν ήδη, αυτή στο Κλίβελαντ και αυτές των Dugard και Smart είναι ότι τα θύματα ήταν παιδιά ή έφηβοι, εκτός από την Michele Knight που ήταν είκοσι ετών. Επίσης όλα τα θύματα ήταν κορίτσια, ενώ κάποιες από αυτές αποδεδειγμένα βιάστηκαν από τους απαγωγείς τους.
Η Berry γέννησε κι ένα παιδί μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, άρα σίγουρα έπεσε θύμα βιασμού και δεν υπάρχει λόγος να μην πιστέψει κανείς ότι το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες δυο κοπέλες. Αν τα θύματα έχουν υποστεί και βιασμό, τα πράγματα χειροτερεύουν, γιατί το ένα τραύμα προστίθεται και συσσωρεύεται στο άλλο κι αυτό κάνει μεγαλύτερη την ψυχολογική φθορά.
Η γιατρός, Tina J. Walch, διευθύντρια των κινητών υπηρεσιών βοήθειας του νοσοκομείου Zucker Hillside στο New Hyde Park στη Νέα Υόρκη αναφέρει ότι οι άνθρωποι που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση κατά κάποιο τρόπο «φεύγουν» από το σώμα και το μυαλό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό που συμβαίνει. Αυτή η τακτική διαφυγής είναι ίσως καλή αρχικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου προκαλεί προβλήματα, καθώς τα άτομα αυτά μπορεί να πάσχουν από κατάθλιψη και άγχος ακόμα και ψυχολογικές διαταραχές που εξαρτώνται από το πόσο σοβαρά είναι τα σεξουαλικά τραύματα.
Έπειτα, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και ο αποπροσανατολισμός τους από τη μια φάση στην άλλη, γιατί από κει που ήταν παιδιά, ξαφνικά μπαίνουν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο όπου είναι και διαφορετικοί άνθρωποι. Η γιατρός αναφέρει ότι η ζωή τους ήταν έτσι για δέκα χρόνια, δεν ξέρουμε αν είχαν πρόσβαση σε τηλεόραση ή κινητά τηλέφωνα και πολλά έχουν αλλάξει από την ημέρα της απαγωγής τους.
Γι αυτό το λόγο, τα θύματα του Κλίβελαντ χρειάζονται σαφώς απόσταση από τα μέσα ενημέρωσης. Είναι αναπόφευκτο ότι θα καλούνται σε συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις, αλλά θα είναι πραγματικά τερατώδες εκ μέρους των μέσων αν δεν μείνουν μακριά από τις γυναίκες αυτές.
Ο lan Hilfer, ο αρχιψυχολόγος στο ιατρικό κέντρο Maimonides στη Νέα Υόρκη αναφέρει «όλοι είναι συγκλονισμένοι, φοβισμένοι και θέλουν να μάθουν τα πάντα, ωστόσο, όταν ένας εκπρόσωπος βγει στη δημοσιότητα και δώσει ορισμένα στοιχεία, ενημερώνοντας τον κόσμο, τότε το σημαντικότερο για την οικογένεια είναι να βρει χρόνο να επανέλθει μόνη της και να θεμελιώσει ξανά τις χαμένες σχέσεις».
Φυσικά η επαναφορά των θυμάτων αυτών δεν είναι εύκολη, ειδικά εφόσον ήταν παιδιά όταν απήχθησαν. Κατά κανόνα, η συναισθηματική ελαστικότητα των παιδιών είναι παρόμοια με τη σωματική τους ελαστικότητα, που σημαίνει ότι θεραπεύονται πιο εύκολα από τους ενήλικες. Ωστόσο, υπάρχει ένα τεράστιο τίμημα για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε καθεστώς αιχμαλωσίας: ο περιορισμός που υφίστανται τους εμποδίζει κάθε στιγμή της ζωής τους να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν διανοητικά και συναισθηματικά. Ο Hilfer επισημαίνει ότι πέρασαν δέκα χρόνια που προσπαθούσαν να μεγαλώσουν κι αυτό άφησε το στίγμα του πάνω τους. Όσο μεγαλώνουν, θα είναι πιο δύσκολο να ξεχάσουν από ό,τι αν ήταν παιδιά.
Το πρώτο βήμα για την επούλωση των πληγών αυτών των ανθρώπων είναι πιθανόν η συνεργασία με συμβούλους που μπορεί να βοηθήσουν αυτές τις κοπέλες από το Κλίβελαντ να επανακτήσουν λίγο από το αίσθημα της ασφάλειας και της αυτονομίας, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο μιας και τα χρόνια της υποταγής και της αιχμαλωσίας ήταν πολλά. Θα πρέπει να καταφέρουν να μιλούν συνεχώς με τους συμβούλους για όλα αυτά που συνέβησαν, για τα όσα πέρασαν, να μάθουν να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους με το ρυθμό που θέλουν, φυσικά. Βοηθάει πολύ και το γεγονός ότι αυτές οι τρεις κοπέλες είχαν επαφή η μια με την άλλη όλα αυτά τα χρόνια, και υπήρχε ένα αίσθημα συντροφικότητας, που στις περιπτώσεις των Dugard και Smart δεν υπήρχε.
Τι ήταν αυτό όμως που εμπόδιζε αυτές τις γυναίκες από το να ουρλιάζουν συνεχώς και να προσπαθούν να δραπετεύσουν όταν είχαν την ευκαιρία; Δεν είναι εύκολη η απάντηση σε αυτό και δεν μπορούμε απλώς να καταφύγουμε στην εξήγηση που προσφέρει το σύνδρομο της Στοκχόλμης (φαινόμενο όπου τα θύματα ταυτίζονται πλήρως με το θύτη τους και μένουν μαζί τους).
Η γιατρός Walch αναφέρει τη λεγόμενη «επιβοηθούμενη ανικανότητα» που ακολουθεί συναισθηματικά το θύμα μετά την απαγωγή. Αρχικά, το θύμα παλεύει, μάχεται, ουρλιάζει να ξεφύγει, ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, το θύμα παραδίδεται στην αδυναμία του, γεγονός που επιταχύνεται αν ο απαγωγέας κρατά ισορροπημένη στάση, προκαλώντας τη μια στιγμή φυσικό πόνο και την άλλη εμποδίζοντάς τον.
Η ίδια η γιατρός συνεχίζει λέγοντας ότι κάποιες φορές οι απαγωγείς αντί να βασανίσουν, προσφέρουν καλοσύνη, παραδείγματος χάρη δίνουν ένα ποτήρι νερό αντί για ξύλο. Κι έτσι τα θύματα ξεκινούν να νιώθουν ένα είδος ευγνωμοσύνης προς τον απαγωγέα τους.
Επίσης, βοηθάει πολύ το να νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος, γιατί αν ο απαγωγέας είναι η μόνη επαφή που έχεις, τότε ακόμα κι αν σε κακομεταχειρίζεται, όταν σου δίνεται η ευκαιρία να αποδράσεις, δεν το κάνεις. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να το θυμούνται αυτό τα θύματα, δηλαδή ότι ο απαγωγέας τους προκάλεσε αυτά τα συναισθήματα, γιατί δεν πρέπει να κατηγορήσουν σε καμιά περίπτωση τον εαυτό τους για ό,τι συνέβη.
Από ό,τι δείχνουν τα μέχρι τώρα στοιχεία, η κατάληξη για τους δράστες κι αυτής της υπόθεσης θα είναι ίδια με τις άλλες περιπτώσεις των Dugard και Smart, η φυλακή για τους απαγωγείς και η ελευθερία για τα θύματα. Φυσικά, οι γυναίκες αυτές δεν έκαναν κάτι κακό για να αξίζουν αυτά που πέρασαν, ενώ ο δράστης έκανε πολλά για να αξίζει τη φυλακή, ωστόσο η απόδοση της δικαιοσύνης είναι ένα ακόμα λιθαράκι στην αποκατάσταση της ψυχικής υγείας αυτών των θυμάτων που συνειδητοποιούν ότι η αδικία που υπέστησαν θα τιμωρηθεί με κάποιο τρόπο.