Για πολλούς είναι μία άλλη «αποφράδα» 11η Σεπτεμβρίου, ένα «ελλάσσον» επεισόδιο που συνέβη σε μία ημερομηνία που έμελλε να αλλάξει τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας: Το 1973 απέχει πολύ περισσότερο για τους νεότερους από το 2001. Η πτώση των Δίδυμων Πύργων είναι μία πιο ανατριχιαστική εικόνα απ’ οποιοδήποτε άλλο συνταρακτικό γεγονός που χάραξε ανεξίτηλα τα ίχνη του στον δρόμο των εξελίξεων, είτε πρόκειται φερ’ ειπείν για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου είτε για την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Όμως, για πολύ καιρό πριν συμβούν τα γεγονότα της Νέας Υόρκης, η 11η Σεπτεμβρίου είχε μία διαφορετική σημασία και τα γεγονότα στη μακρινή Χιλή είχαν επίσης συγκινήσει με τρόπο διαφορετικό και μάλιστα άμεσο κι ακαριαίο σχεδόν, παρά την απουσία τότε του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τότε ο κόσμος είχε συκλονιστεί ξανά για το πώς η «αρνητική» δύναμη της Ιστορίας –τότε ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ, όπως το 2001 οι τζιχαντιστές- μπόρεσαν να δράσουν τόσο ανενόχλητοι εκτελώντας τη στυγερή πράξη τους.
Ο Πινοσέτ διέταξε και πραγμάτωσε το πραξικόπημα ενάντια στον δημοκρατικά εκλεγμένο προοδευτικό πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε και εγκαθίδρυσε μία από τις πιο αιματοβαμμένες δικτατορίες, που επιβίωσε επί 17 χρόνια χάρις στις προγραφές, τις αυθαίρετες συλλήψεις και εξαφανίσεις των πολιτικών αντιπάλων της, τους βασανισμούς και τις δολοφονίες.
Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, και ο σύμβουλός του, Χένρι Κίσινγκερ, και η CIA είχαν διαβιβάσει μόλις πριν από μία εβδομάδα, στις 4 Σεπτεμβρίου, τα σχέδια για την ανατροπή του Αλιέντε, παρά την αντίθετη γνώμη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ΥΠΕΞ), όπως αποκαλύπτουν τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης το 2008.
Στους μήνες που επακολούθησαν του πραξικοπήματος, το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο έγινε η μακάβρια σκηνή του μαρτυρίου και της σφαγής ενός άγνωστου ακόμη αριθμού αντιφρονούντων στη δικτατορία. Αυτό το επεισόδιο παραμένει ακόμη ένα από τα πιο σκοτεινά κι αμφιλεγόμενα γεγονότα του 20ού αιώνα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αμέσως μετά την εκλογή του Αλιέντε, ο Νίξον έδωσε εντολή στη CIA «να κάνει την οικονομία της Χιλής να κλάψει» με στόχο να πλήξει τα μεταρρυθμιστικά σχέδια του νέου, μη αρεστού στην Ουάσινγκτον, Προέδρου: Ξεκινάει το σαμποτάζ των μεγάλων βιομηχανικών εταιρειών, εθνικών και πολυεθνικών, εμποδίζοντας τις μεταφορές προϊόντων, ευνοώντας τη φυγή κεφαλαίων και επενδυτών και διερύνοντας το εξωτερικό χρέος.
Την ίδια στιγμή, πακτωλοί δολαρίων συνεχίζουν να ρέουν προς τις Ένοπλες Δυνάμεις της Χιλής, τα στελέχη των οποίων παραδοσιακά προετοιμάζονται στις αμερικανικές στρατιωτικές σχολές. Το 1972 οι στρατιωτικές ενισχύσεις είναι τα μόνα αμερικανικά κεφάλαια που εισέρχονται στη χώρα. Η Ουάσινγκτον εμποδίζει ακόμη και την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της Χιλής. Ένα σχέδιο που διήρκεσε τρία χρόνια.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1972 ο Αλιέντε, ενώπιον της ΓΣ του ΟΗΕ, είχε καταγγείλει όχι μόνο την επιθετικότητα των ΗΠΑ, αλλά και την πλήρη απουσία ελέγχου στις πολυεθνικές εταιρείες, που εφάρμοζαν έναν οικονομικό στραγγαλισμό ενάντια στην κυβέρνησή του: «Βρισκόμαστε ενώπιον μίας πραγματικής μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και τα εθνικά κράτη. Τα τελευταία υφίστανται παρεμβολές στη λήψη και άσκηση των θεμελιωδών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών αποφάσεών τους εκ μέρους παγκόσμιων οργανισμών που δεν εξαρτώνται από κανένα κράτος. Για αυτές τις δραστηριότητές τους δεν λογοδοτούν σε καμία κυβέρνηση ούτε υπόκεινται στον έλεγχο κάποιου Κοινοβουλίου ή θεσμού που εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον», είχε τονίσει ο Πρόεδρος της Χιλής.
Έναν χρόνο αργότερα, στις 9:20 της 11ης Σεπτεμβρίου 1973, ο Αλιέντε εκφώνησε τον λόγο που επρόκειτο να είναι και ο τελευταίος του: «Ζήτω η Χιλή, ζήτω ο λαός, ζήτω οι εργάτες… αυτές είναι οι στερνές μου λέξεις κι είμαι βέβαιος πως η θυσία μου δεν θα είναι μάταια. Είμαι βέβαιος πως, τουλάχιστον, θα είναι ένα ηθικό δίδαγμα που θα καταδικάσει την ψευδορκία, τη δειλία και την προδοσία», επισήμαινε ο Αλιέντε στο τελευταίο και πιο δραματικό από τα πέντε σύντομα μηνύματα που εκφώνησε στον λαό του από τα μικρόφωνα του Radio Magallanes. Η επίγνωση πως το τέλος του έφθανε ήταν αισθητή στη φωνή του, όμως δεν του έλειπαν το θάρρος και η βούληση να αφήσει στον λαό του ένα κληροδότημα.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκε τον θάνατο ο Αλιέντε δεν έχουν διευκρινιστεί ποτέ. Ο ίδιος βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο της Μονέδα και σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή αυτοκτόνησε με το καλάσνικοφ ΑΚ-47 που του είχε δωρήσει ο Κουβανός ηγέτης, Φιντέλ Κάστρο, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των πραξικοπηματιών. Άλλοι υποστηρίζουν πως σκοτώθηκε από τους πραξικοπηματίες υπερασπιζόμενος το Μέγαρο.
Οι προσπάθειες της χιλιανής Δεξιάς να απαλλάξει τον Πινοσέτ και τους συνεργούς από κάθε κατηγορία του ποτέ δεν σταμάτησαν και η κοινωνία της χώρας εξακολουθεί να είναι διχασμένη και να παραμένουν ζωντανές οι ουλές που άφησε η Δικτατορία. Οι δυσκολίες της νυν προέδρου Μισέλ Μπατσελέτ να διαχειριστεί αυτήν τη βαριά κληρονομιά αναδεικνύουν το πόσο τα γεγονότα εκείνης της εποχής έχουν αφήσει βαθιά ίχνη στη χώρα.
Πολλοί πολιτικοί που είχαν αναλάβει καθήκοντα επί Δικτατορίας εξακολουθούν να έχουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Χιλής. Όπως ο πρώην ΥΠΕΞ του Πινοσέτ, Σέρχιο Φερνάνδες, ο Αντρές Τσάντγουϊκ, υπουργός Εσωτερικών του δικτάτορα, ο Σεμπαστιάν Πινιέρα, που ως νεαρός συμμετείχε στο -αντίστοιχο των ναζιστικών- πογκρόμ του Τσατσαρίλιας το 1977 για τη «σωτηρία της πατρίδας». Και πολλοί άλλοι ακόμη.
Οι προσπάθειες της Εθνικής Επιτροπής για την Ιστορική Μνήμη είναι δύσκολες. Γιατί ο στόχος της προσκρούει στις βαθιές ρίζες που έχει απλώσει ακόμη ένα πιο καταχθόνιο σχέδιο, που βρήκε την εφαρμογή του στη Χιλή και απλώθηκε στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βολιβία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη. Ήταν τον σχέδιο των Chicago Boys του υπερσυντηρητικού καθηγητή Οικονομίας του Παν/μιου του Σικάγου Μίλτον Φρίντμαν για την εξάπλωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας, όποιο κι εάν είναι το κόστος για τα «υποτελή» κράτη. Ένα σχέδιο με αιχμή του δόρατος το FBI και τη CIA, προκειμένου να εξουδετερωθούν με όποιον τρόπο όσοι αντιτίθενται. Στη Χιλή, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου έλαβε τη μορφή του αγώνα ανάμεσα στις δυνάμεις της αντίδρασης και τον εκλεγμένο Πρόεδρο από τον λαό.
Η δικτατορία του Πινοσέτ δεν είχε σχεδιαστεί απλώς για να ανατρέψει τον προοδευτικό Αλιέντε. Είχε στόχο να χρησιμεύσει ως «εργαστήριο» για την εφαρμογή ενός μοντέλου ανάπτυξης που θα μπορούσε να εξαχθεί αργότερα και στο εξωτερικό. Μία αληθινή επανάσταση του μοντέλου παραγωγής στο πλαίσιο του τότε αναδυόμενου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μέσα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, που κατήργησε κάθε δομή κοινωνικών παροχών και εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η χώρα εκσυγχρονίστηκε, προκειμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ξένων εταιρειών, στα χέρια των οποίων πέρασε η παραγωγή της. Αυτός ο εκσυγχρονισμός είναι και ο λόγος που όταν ο Πινοσέτ αποχώρησε το 1988 από την ενεργό πολιτική, το 43% των κατοίκων της χώρας τον υποστήριζε. Το σχέδιο των Chicago Boys συνεχίζει να εφαρμόζεται ακόμη με πολλές παραλλαγές και σήμερα. Πρόσφατο παράδειγμα ο οικονομικός στραγγαλισμός της Βενεζουέλας.
Η θυσία, πάντως, του Αλιέντε εξακολουθεί να αποτελεί ένα σύμβολο αγώνα στην ήπειρο της Λατινικής Αμερικής. Ακόμη αντικατοπτρίζει το παράδειγμα για το κόστος που καλείται ένα κράτος της περιοχής να πληρώσει όταν θελήσει για κάποιο, σύντομο, χρονικό διάστημα να ακολουθήσει τη δική του εμπειρία, να εφαρμόσει το δικό του παράδειγμα στη διακυβέρνηση και στην οικονομία, να χαράξει μία ανεξάρτητη, δημοκρατική πολιτική, χωρίς τις παρεμβάσεις του «μεγάλου γείτονα», της Ουάσινγκτον, που θεωρεί τη Λατινική Αμερική ζωτικό χώρο επιρροής της.