Την παγκόσμια αδράνεια στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων εκατομμυρίων ανθρώπων, καταγράφει η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανά τον κόσμο.
Το 2012 η παγκόσμια κοινότητα έγινε μάρτυρας κρίσιμων καταστάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ανάγκασαν μεγάλο αριθμό ανθρώπων να αναζητήσουν ασφάλεια εντός των χωρών ή εκτός συνόρων. Από τη Βόρειο Κορέα ως το Μάλι, το Σουδάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, αλλά και τη Συρία, όπου στο τέλος του 2012 ο αριθμός των νεκρών σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη είχε φτάσει τους 60.000, άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με την ελπίδα να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο.
Την ίδια ώρα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, η κρατική κυριαρχία χρησιμοποιεί την έννοια της εθνικής ασφάλειας για να δικαιολογήσει πράξεις που προσκρούουν στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα κράτη αξιώνουν την εθνική κυριαρχία για να κρύψουν ή να αρνηθούν μαζικές δολοφονίες, γενοκτονίες, καταπίεση, διαφθορά ή διώξεις με βάση το φύλο.
«Η αποτυχία να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι συγκρούσεις δημιουργεί μια παγκόσμια κατώτερη τάξη. Τα δικαιώματα εκείνων, που διαφεύγουν από συγκρούσεις, μένουν απροστάτευτα. Υπερβολικά μεγάλος αριθμός κυβερνήσεων καταπατεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στο όνομα του ελέγχου της μετανάστευσης -υπερβαίνοντας κατά πολύ τα νόμιμα μέτρα ελέγχου συνόρων» δηλώνει ο Σαλί Σετί, γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Τα μέτρα αυτά δεν πλήττουν μόνο τους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από συγκρούσεις. Εκατομμύρια μετανάστες οδηγούνται σε βίαιες καταστάσεις, περιλαμβανομένων της καταναγκαστικής εργασίας και σεξουαλικής κακοποίησης, εξαιτίας αντι-μεταναστευτικών πολιτικών. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υφίστανται εκμετάλλευση, η οποία μένει ατιμώρητη. Μεγάλο μέρος αυτής της κατάστασης τροφοδοτείται από δημαγωγικές ρητορικές που στοχοποιούν πρόσφυγες και μετανάστες για όλες τις εγχώριες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις» προσθέτει ο ίδιος.
Επίσης, στην ετήσια έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία καταγράφει περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου σε τουλάχιστον 101 χώρες και βασανιστήρια και κακομεταχείριση σε τουλάχιστον 112 χώρες. Η ελευθερία της έκφρασης ήταν στο στόχαστρο σε όλη την ασιατική μεριά του Ειρηνικού, με κρατική καταπίεση στην Καμπότζη, την Ινδία, τη Σρι Λάνκα και τις Μαλδίβες, ενώ οι ένοπλες συγκρούσεις κατέστρεψαν τις ζωές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στο Αφγανιστάν, τη Μυανμάρ, το Πακιστάν και την Ταϊλάνδη. Η Μυανμάρ απελευθέρωσε εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους, όμως, εκατοντάδες ακόμη παρέμειναν υπό κράτηση.
Εξάλλου, όπως αναφέρεται, πολλά έθνη απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την κακοποίηση με βάση το φύλο και έτσι στρατιώτες και ένοπλες ομάδες διέπραξαν βιασμούς στο Μάλι, το Τσαντ, το Σουδάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γυναίκες και κορίτσια δολοφονήθηκαν υπό μορφή εκτέλεσης από Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, ενώ γυναίκες και κορίτσια έγκυοι από βιασμούς, ή των οποίων η εγκυμοσύνη απειλούσε την υγεία ή τη ζωή τους, στερήθηκαν την πρόσβαση σε ασφαλείς αμβλώσεις σε χώρες, όπως η Χιλή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα και η Δομινικανή Δημοκρατία.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η θανατική ποινή συνέχισε να υποχωρεί -παρά τις οπισθοδρομήσεις όπως, για παράδειγμα, οι πρώτες εκτελέσεις στη Γκάμπια μετά από 30 χρόνια, και η εκτέλεση μιας γυναίκας στην Ιαπωνία, η πρώτη εδώ και 15 χρόνια.