«Παντού γύρω μου, έβλεπα μια σφαγή». Από το κρεβάτι του στο νοσοκομείο της Τρίπολης, ο Αλ Μάχντι δηλώνει ότι επέζησε «από θαύμα» όταν βομβαρδίστηκε το κέντρο κράτησης μεταναστών στο οποίο διέμενε τους τελευταίους μήνες, μαζί με άλλους δεκάδες άλλους ανθρώπους.
«Υπήρχαν πτώματα, αίμα και κομμάτια σάρκας παντού», συνεχίζει ο 26χρονος Μαροκινός που γλίτωσε, με ένα μόνο τραύμα. Ο Αλ Μάχντι Χαφιάν εξηγεί ότι ένα μεταλλικό κομμάτι από τη στέγη του τρύπησε τον δεξί μηρό.
«Εμείς ήμασταν τυχεροί. Βρισκόμασταν στο βάθος του υπόστεγου», παρεμβαίνει ένας συμπατριώτης του, που βρήκε αλώβητος. «Δεν είναι δικό μου», εξηγεί για το αίμα που έχει ποτίσει το μπλουζάκι του.
Μετά τον τρόμο που βίωσαν, οι δύο νεαροί άνδρες, που έφτασαν μαζί στη Λιβύη για να επιχειρήσουν να διαπλεύσουν τη Μεσόγειο και να φτάσουν στην Ευρώπη, έχουν πλέον μια άλλη αγωνία: πώς να φύγουν από το νοσοκομείο, ώστε να μην τους οδηγήσουν πίσω, σε κάποιο άλλο κέντρο κράτησης.
«Θέλουμε να φύγουμε (από το νοσοκομείο), γιατί διαφορετικά θα μας φυλακίσουν και πάλι. Θέλουμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας», λέει ο Αλ Μάχντι. Ο 26χρονος ζούσε τους τρεις τελευταίους μήνες στην Τατζούρα, κοντά στην Τρίπολη.
Στον διάδρομο, έξω από τον θάλαμο, γιατροί και νοσοκόμες δείχνουν εξαντλημένοι. «Εδώ, είναι μόνο για τους ανθρώπους που βομβαρδίστηκαν από τον Χάφταρ. Οι άλλοι (ασθενείς) να πάνε στην απέναντι πλευρά», λέει ένας γιατρός στους Λίβυους που έχουν μπλοκάρει τον χώρο.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον 44 μετανάστες σκοτώθηκαν και άλλοι 100 τραυματίστηκαν στο κέντρο αυτό όπου κρατούνταν περίπου 600 άνθρωποι, στην πλειονότητά τους Αφρικανοί. Το μεγάλο συγκρότημα περιλαμβάνει πολλά κτίρια, μεταξύ των οποίων και πέντε υπόστεγα, όπου διαμένουν οι μετανάστες.
Οι άνθρωποι κοιμούνταν όταν χτυπήθηκε το πρώτο κτίριο. «Φοβηθήκαμε. Θέλαμε να βγούμε έξω, αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές», αφηγείται ο Σουδανός Αμπντελαζίζ Χουσέιν. «Ένα τέταρτο αργότερα, χτυπήθηκε το υπόστεγο αρ. 3. Εγώ ήμουν στο 5. Τότε (οι φρουροί) μας άνοιξαν τις πόρτες», πρόσθεσε.
Στο κτίριο αρ. 3 από την έκρηξη δημιουργήθηκε ένας κρατήρας με διάμετρο τρία μέτρα και βάθος ένα. Τριγύρω, σκόρπια ρούχα, παπούτσια, στρώματα, σίδερα και χαλάσματα, καλυμμένα με αίμα».
Οι επιζώντες, σοκαρισμένοι ακόμη, απέφυγαν σήμερα να ξαναμπούν στα κτίρια, παρά τον καυτό ήλιο. Οι αρχές δεν εκκένωσαν το κέντρο μετά την τραγωδία και εκατοντάδες μετανάστες βρίσκονταν ακόμη εκεί.
Ο Αμπντελαζίζ έχασε εννέα φίλους του στον βομβαρδισμό: όλοι τους προέρχονταν από το εμπόλεμο Νταρφούρ και έφτασαν στη Λιβύη με την ελπίδα ότι θα γλίτωναν από τον πόλεμο. «Αυτό που είδαμε χθες το βράδυ ήταν φρικτό. Πτώματα, διαμελισμένα σώματα, τραυματίες που αιμορραγούσαν. Είχε αίματα παντού», λέει, κατηγορώντας την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. «Φταίει, επειδή μας υπόσχεται συνεχώς ότι θα μας πάρει από εδώ. Είμαι καταγεγραμμένος ως πρόσφυγας από την Ύπατη Αρμοστεία. Βρίσκομαι εδώ επί τρία χρόνια και περιμένω να μου βρουν μια χώρα υποδοχής», λέει.
Ο Ραντουάν Αμπντάλα, επίσης από το Νταρφούρ, είναι μόλις 17 ετών. Η Τατζούρα ήταν το πέμπτο κέντρο κράτησης για αυτόν. «Με συνέλαβαν στη Σαμπράτα (της Λιβύης) στις 26 Οκτωβρίου 2017. Από τότε, με μεταφέρουν από κέντρο σε κέντρο», λέει. Η μοναδική επιθυμία του είναι να του βρει η Ύπατη Αρμοστεία μια χώρα υποδοχής. «Αν βγω από εδώ, δεν έχω πού να πάω… Κινδυνεύω να με συλλάβουν ξανά, να με βασανίσουν ή να με σκοτώσουν».