Ο στρατός του Λιβάνου, σύμφωνα με εκπροσώπους ανθρωπιστικών οργανώσεων, άρχισε να κατεδαφίζει τα πρόχειρα καταλύματα Σύρων προσφύγων στα βόρεια της χώρας μιας και έληξε η διορία των τοπικών αρχών να αποχωρήσουν μόνοι τους από εκεί. Πρόκειται για μια πολύ φτωχή αλλά και άνυδρη περιοχή που ονομάζεται Αρσάλ και βρίσκεται στα σύνορα με τη Συρία αλλά οι αρχές φοβόντουσαν το ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης.
Τα παράνομα «κτίσματα είχαν δημιουργηθεί» από ξύλο και λινάτσες, δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθούν άλλα υλικά. Η καταληκτική ημερομηνία για την κατεδάφιση τους ήταν η 9η Ιουνίου, αλλά δόθηκε αναβολή για την 1η Ιουλίου.
Σήμερα τα ξημερώματα «μονάδες του στρατού διείσδυσαν σε πολλούς καταυλισμούς στο Αρσάλ και κατεδάφισαν τουλάχιστον 20 σπίτια», ανέφεραν σε κοινή ανακοίνωσή τους επτά ΜΚΟ, μεταξύ των οποίων η «Oxfam», η «Save the Children» και η «NRC» (Νορβηγικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες). «Φοβόμαστε ότι αυτό είναι μόνο η αρχή και ότι αύριο θα γίνουν και άλλες κατεδαφίσεις», πρόσθεσαν.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, περίπου 15.000 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 7.500 είναι παιδιά, απειλούνται από αυτές τις κατεδαφίσεις που αφορούν 3.000 κτίσματα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Πολλοί πρόσφυγες αναγκάστηκαν τις τελευταίες εβδομάδες να γκρεμίσουν μόνοι τους τα σπίτια τους. Μέχρι τις 27 Ιουνίου είχαν κατεδαφιστεί λιγότερα από τα μισά κτίσματα στο Αρσάλ.
«Αν πρόκειται να συνεχιστούν οι κατεδαφίσεις, προτρέπουμε τις αρχές να παράσχουν εναλλακτικές λύσεις στους πρόσφυγες, να τους επιτρέψουν να διασώσουν τα προσωπικά τους είδη και να τους δοθεί περισσότερος χρόνος για να βρουν κατάλυμα για τις οικογένειές τους», ζήτησαν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Ο δήμαρχος του Αρσάλ, Μπάσελ αλ Χουτζέιρι, δήλωσε ότι οι κατεδαφίσεις αυτές είναι «περιορισμένης έκτασης» και αφορούν μόνο τα κτίρια από μπετόν.
Ο Λίβανος, μια χώρα 4 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει υποδεχτεί 1,5-2 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες μετά τον πόλεμο που ξέσπασε το 2011. Από αυτούς, περίπου το 1 εκατομμύριο έχει καταγραφεί από τον ΟΗΕ με την ιδιότητα του πρόσφυγα. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι καταγγέλλουν συχνά την παρουσία αυτών των ανθρώπων στη χώρα, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τον οικονομικό μαρασμό του Λιβάνου.