Όταν ο δισεκατομμυριούχος Ρόμπερτ Σμιθ ανακοίνωσε στους αποφοίτους του πανεπιστήμιου Μουρχάουζ, στην Ατλάντα της Τζόρτζια, ότι θα αποπληρώσει τα φοιτητικά δάνειά τους, 400 άνθρωποι πλημμύρισαν από ευτυχία· για χιλιάδες άλλους, η δέσμευση αυτή ήταν σαν να δέχτηκαν μια μαχαιριά στην πληγή. Το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νέων και των οικογενειών τους βρίσκεται στο επίκεντρο των προτάσεων που εισηγούνται οι Δημοκρατικοί ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020.
Η δωρεά-έκπληξη που επιφύλαξε ο Τεξανός επιχειρηματίας –ο πλουσιότερος Αφροαμερικανός– δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί. Όμως εκτιμάται ότι το συνολικό χρέος των 396 αποφοίτων του έτους 2019 μπορεί να φτάσει τα 40 εκατομμύρια δολάρια.
Παρά τους επαίνους και τον ενθουσιασμό που προκάλεσε ο Σμιθ, δεν έλειψαν κι εκείνοι που ζήλεψαν και δεν δίστασαν να το εκφράσουν ξεκάθαρα: «Μπορεί κάποιος δισεκατομμυριούχος να δεσμευτεί ότι θα αποπληρώσει το φοιτητικό δάνειό μου; Χαίρομαι για τους νέους αποφοίτους, αλλά ζηλεύω», έγραψε στο Twitter μια χρήστρια.
«Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να βρεθούν σε μια κατάσταση όπου εξαρτώνται από την τεράστια πράξη φιλανθρωπίας ενός αγνώστου», σχολίασε από την πλευρά της η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, η οποία εξελέγη πέρσι στο Κογκρέσο με τους Δημοκρατικούς. Μια από τις προεκλογικές υποσχέσεις της νεαρής πολιτικού ήταν ότι θα προωθήσει τη δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση για όλους.
Το «δώρο» του Ρόμπερτ Σμιθ έριξε άπλετο φως στο τεράστιο πρόβλημα των φοιτητικών δανείων στις ΗΠΑ, που αγγίζουν συνολικά το 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Γενναιόδωροι εκατομμυριούχοι κινητοποιούνται
Το 2016, πάνω από τα δύο τρίτα των αποφοίτων ήταν χρεωμένοι – κατά μέσο όρο, όφειλαν 29.560 δολάρια ο καθένας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίηθηκαν τον Απρίλιο από το Ινστιτούτο για την Πρόσβαση και την Επιτυχία στο Κολέγιο (ICAS). Η αποπληρωμή των δανείων, που συχνά διαρκεί πάνω από 10 χρόνια, παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, όσον αφορά τον τρόπο ζωής και το είδος της εργασίας τους: καθυστερούν να αγοράσουν αυτοκίνητο ή σπίτι, ή ακόμη και να αποκτήσουν παιδιά, με βαριές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία.
Ο Ρόμπερτ Σμιθ δεν ήταν ο πρώτος πολυεκατομμυριούχος που είδε το πρόβλημα και κινητοποιήθηκε. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ δώρισε 1,8 δισεκατομμύριο δολάρια στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, απ’ όπου είχε αποφοιτήσει και ο ίδιος το μακρινό 1964. Με τα χρήματα αυτά θα πληρωθούν τα δίδακτρα φτωχών φοιτητών, διευκολύνοντας έτσι την εισαγωγή τους στο περίβλεπτο ιδιωτικό πανεπιστήμιο όπου μια χρονιά στοιχίζει περί τα 72.000 δολάρια.
Ένας άλλος Νεοϋορκέζος δισεκατομμυριούχος, ο Κένεθ Λανγκόν, δώρισε 100 εκατομμύρια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης το 2018, ώστε να μειωθούν τα δίδακτρα.
Κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές του 2016 στο θέμα των φοιτητικών δανείων –τα οποία έφτασαν σε δυσθεώρητο ύψος μεταξύ 1996-2012– είχε επικεντρωθεί κυρίως ο Μπέρνι Σάντερς, ανεβάζοντας έτσι το ποσοστό της δημοτικότητάς του μεταξύ των νέων.
Η φορολόγηση των πλούσιων
Το 2017 ο γερουσιαστής από το Βερμόντ κατέθεσε ένα νομοσχέδιο, το «Κολλέγιο για Όλους» (College for All Act), που προέβλεπε την κατάργηση των διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια για τις οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Το κόστος αυτού του μέτρου (το οποίο δεν έχει καμία πιθανότητα να εγκριθεί δεδομένου ότι η Γερουσία ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους) εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Σάντερς πρότεινε να βρεθούν αυτά τα χρήματα από τη φορολόγηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
Φέτος, και ενώ το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020 διεκδικούν περισσότεροι από 23 πολιτικοί, η γερουσιάστρια από τη Μασαχουσέτη Ελίζαμπεθ Γουόρεν έκανε μια ακόμη πιο τολμηρή πρόταση. Τον Απρίλιο παρουσίασε ένα λεπτομερέστατο σχέδιο για την κατάργηση του ποσού εγγραφής στα δημόσια πανεπιστήμια και τη διαγραφή ενός μέρους του χρέους, ανάλογα με το εισόδημα της οικογένειας. Το σχέδιο αυτό εκτιμάται ότι θα στοιχίσει 1,25 τρισεκατομμύρια σε μια δεκαετία και θα χρηματοδοτηθεί από την επιβολή ενός φόρου στους «υπερπλούσιους».
Οι υπόλοιποι Δημοκρατικοί υποψήφιοι δεν είναι τόσο σαφείς στις προτάσεις τους, όμως σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι η ανώτατη εκπαίδευση θα πρέπει να γίνει πιο προσιτή.
Εν αναμονή των εκλογών, ορισμένες Πολιτείες λαμβάνουν ήδη μέτρα για να μειώσουν το κόστος της φοίτησης στα πανεπιστήμια. Η Νέα Υόρκη προσφέρει από πέρσι στους φοιτητές με χαμηλά εισοδήματα μια υποτροφία ίση με το κόστος της φοίτησης στα δημόσια πανεπιστήμια, υπό τον όρο ότι μετά την αποφοίτησή τους θα παραμείνουν για μερικά χρόνια στην Πολιτεία. Στις αρχές Μαΐου, το κοινοβούλιο της Πολιτείας Ουάσινγκτον ενέκρινε έναν νόμο που προβλέπει τη φορολόγηση επιχειρήσεων οι οποίες προσλαμβάνουν εργαζόμενους με προσόντα, ώστε με τα έσοδα αυτά να παράσχει δωρεάν φοίτηση στα δημόσια πανεπιστήμια για τους φοιτητές που προέρχονται από οικογένειες με εισοδήματα κάτω του μέσου όρου. Ο νόμος δεν έχει ακόμη υπογραφεί από τον κυβερνήτη της Πολιτείας. Όμως χαίρει ευρείας υποστήριξης, ακόμη και από εταιρείες που θα πληγούν από την εφαρμογή του, όπως η Amazon και η Microsoft, που έχουν την έδρα τους στην Πολιτεία αυτή και θα κληθούν να πληρώσουν μέρος του φόρου.