Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος προχώρησε στην εξάρθρωση δύο εγκληματικών οργανώσεων, τα μέλη των οποίων εκμεταλλεύονταν την τεχνολογία για την αλλοίωση των μετρήσεων αντλιών καυσίμων και του συστήματος παρακολούθησης εισροών – εκροών των πρατηρίων υγρών καυσίμων, εξαπατώντας τους καταναλωτές και διακινώντας λαθραία ή νοθευμένα καύσιμα, με σκοπό το παράνομο οικονομικό όφελος.
Για τον τερματισμό της δράσης τους πραγματοποιήθηκε, χθες, ταυτόχρονη αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία διενεργήθηκαν έρευνες σε 2 γραφεία επιχειρήσεων καθώς και σε 44 εμπλεκόμενα πρατήρια υγρών καυσίμων και 7 οικίες.
Συνολικά, κατά την επιχείρηση εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν 61 άτομα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται και τα αρχηγικά μέλη των δύο εγκληματικών οργανώσεων, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται ακόμη 35 άτομα.
Οι παραπάνω κατηγορούνται για -κατά περίπτωση- συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, απάτη, παράβαση νόμων και αποφάσεων που αφορούν την αλλοίωση μετρητών καυσίμων και λογισμικού, την έκδοση αποδείξεων, τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τη φορολογία, τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη νομοθεσία περί όπλων.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, υπό τον συντονισμό του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου καταπολέμησης του λαθρεμπορίου, σε συνεργασία με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθώς και με τη συνδρομή του ΣΔΟΕ και της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
Ειδικότερα, όπως έγινε γνωστό από την ΕΛ.ΑΣ., έπειτα από πολύμηνη έρευνα, προέκυψε ότι δύο εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην τεχνική υποστήριξη πρατηρίων υγρών καυσίμων διέθεταν σε αυτά παράνομο λογισμικό, με το οποίο μειώνονταν οι ποσότητες καυσίμων που παραδίνονταν στους καταναλωτές, οι οποίοι όμως χρεώνονταν κανονικά την πλήρη ποσότητα.
Πιο αναλυτικά, η δράση της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης, που απαριθμεί 57 μέλη, από τα οποία τα 37 συνελήφθησαν, καταδείχθηκε έπειτα από αξιοποίηση στοιχείων που προέκυψαν στο πλαίσιο εφαρμογής εξειδικευμένων τεχνικών, ειδικών ανακριτικών μεθόδων και ανάλυσης δεδομένων που αντλήθηκαν με τη συνδρομή της ΑΑΔΕ.
Όπως προέκυψε από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ., τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2020, μέλη εταιρείας, που δραστηριοποιείται στον τομέα της τεχνικής υποστήριξης πρατηρίων υγρών καυσίμων, συγκρότησαν εγκληματική οργάνωση, εντάσσοντας σταδιακά σε αυτήν τα υπόλοιπα μέλη-πρατηριούχους και προχωρούσαν στην αλλοίωση των συστημάτων μέτρησης καυσίμων (αντλιών) και του λογισμικού του συστήματος εισροών – εκροών.
Με αυτό τον τρόπο εξαπατούσαν τους καταναλωτές με ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων και αποκόμιζαν τεράστια οικονομικά οφέλη από την περαιτέρω πώληση των καυσίμων που εξοικονομούνταν.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, το ηγετικό μέλος μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης διέθετε -έναντι αμοιβής- στα πρατήρια καυσίμων ένα παράνομο εξειδικευμένο πρόγραμμα, το οποίο επικοινωνούσε με τις αντλίες των πρατηρίων και παρέκαμπτε το νόμιμο σύστημα εισροών – εκροών, ενώ παράλληλα επέτρεπε τη διενέργεια παραδόσεων καυσίμων χωρίς την έκδοση φορολογικών δελτίων εσόδων.
Το εν λόγω «έξυπνο πρόγραμμα», αφενός ήταν εγκατεστημένο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των πρατηρίων με ειδικές δικλείδες ασφαλείας, ώστε να μην εντοπίζεται από τις ελεγκτικές αρχές, αφετέρου έδινε τη δυνατότητα στους πρατηριούχους να ορίζουν το ποσοστό καυσίμου που θα παρακρατούσε η κάθε αντλία (συνήθως από 10 έως 30%).
Περαιτέρω, το πρόγραμμα έδινε τη δυνατότητα εξαγωγής του παράνομου πλεονάσματος χωρίς να εκδίδεται απόδειξη και χωρίς να καταγράφονται στο σύστημα εισροών – εκροών, ενώ ένα διαφορετικό πρόγραμμα αποθήκευε τα στοιχεία των αποδείξεων που δεν εκδίδονταν, ώστε ο πρατηριούχος, σε περίπτωση που χρειαζόταν, να έχει τη δυνατότητα εκ των υστέρων εκτύπωσης.
Η τεχνική υποστήριξη του προγράμματος πραγματοποιούνταν από 8 συλληφθέντα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, τα οποία ήταν υπάλληλοι και τεχνικοί της εταιρείας, ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και προγραμματιστής-ιδιοκτήτης εταιρείας, που είχε δημιουργήσει το πρόγραμμα εισροών – εκροών και το «έξυπνο πρόγραμμα» παραβίασης του φορολογικού μηχανισμού, ώστε να μην εκδίδονται αποδείξεις.
Από την οικονομική έρευνα που διενεργήθηκε προέκυψε ότι η νομιμοποίηση των εσόδων τους πραγματοποιούνταν μέσω μέλους της οργάνωσης, το οποίο είχαν καταστήσει ως «μπροστινό» σε πρατήριο υγρών καυσίμων, ιδιοκτησίας τους.
Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είναι είτε πρατηριούχοι που είχαν εγκαταστήσει το παράνομο πρόγραμμα είτε προσωρινά υπεύθυνοι που κατελήφθησαν να εργάζονται ενώ το πρόγραμμα δούλευε.
Αναφορικά με τη δράση της δεύτερης εγκληματικής οργάνωσης, προέκυψε ότι το συλληφθέν αρχηγικό μέλος της, μέσω εταιρείας, που ομοίως δραστηριοποιείται στην τεχνική υποστήριξη πρατηρίων υγρών καυσίμων, είχε προβεί στη δημιουργία εξειδικευμένου λογισμικού το οποίο εγκαθιστούσε μέσω USB Stick, ώστε οι πρατηριούχοι να παρεμβαίνουν στις αντλίες και να ορίζουν το ποσοστό αλλοίωσης της ποσότητας καυσίμων που παρέδιδε κάθε αντλία.
Η εν λόγω εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας ανέρχονται σε 39, από τα οποία τα 24 συνελήφθησαν, φέρεται να δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν, τουλάχιστον από το 2022.
Το αρχηγικό μέλος αναλάμβανε προσωπικά την εγκατάσταση και την υποστήριξη του παράνομου λογισμικού στους πελάτες, ενώ παράλληλα πρόσφερε τη δυνατότητα να το απενεργοποιούν από απόσταση επαναφέροντας την ομαλή λειτουργία των αντλιών, δυσχεραίνοντας έτσι το ελεγκτικό έργο των Αρχών.
Έξι μέλη διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις για τη βελτίωση του προγράμματος και την επίλυση προβλημάτων που ανέκυπταν, ενώ μέλος-συνεργάτης του ηγετικού, αποτελούσε τον εισπράκτορα από 105 πρατηριούχους, με πληρωμές σε μετρητά.
Όπως επισημαίνεται από την ΕΛ.ΑΣ. και στις δύο περιπτώσεις των εγκληματικών οργανώσεων, η χρήση του επίμαχου λογισμικού που επεμβαίνει στις αντλίες παρέχει τη δυνατότητα διακίνησης λαθραίων ή ακόμα και νοθευμένων καυσίμων, τα οποία μπορούν να αποθηκευτούν σε κρυφές δεξαμενές των πρατηρίων.
Η πληρωμή του εγκαταστάτη του προγράμματος γινόταν κάθε μήνα σε μετρητά, τα οποία αποτελούσαν ποσοστό από το ποσοστό που έκλεβε το πρατήριο από τους καταναλωτές. Μάλιστα, σε περίπτωση μη πληρωμής, ο εγκαταστάτης είχε τη δυνατότητα να διακόψει τη λειτουργία του παράνομου λογισμικού μέχρι να πληρωθεί.
Συνολικά, από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 100 κεντρικές μονάδες Η/Υ,
- 8 πολυτελή αυτοκίνητα και 1 βαν,
- πλήθος σημειώσεων, κινητών τηλεφώνων και USB stick, καθώς και
- 520.000 ευρώ.
Περαιτέρω, από τα παραπάνω πρατήρια, στα 34 εντοπίστηκε το παράνομο πρόγραμμα να λειτουργεί και σε 10 εξ αυτών, μέχρι στιγμής, έχει αφαιρεθεί η άδεια λειτουργίας τους για 2 έτη από αρμόδια κλιμάκια της ΑΑΔΕ και του ΣΔΟΕ. Από την ΕΛ.ΑΣ. εκτιμάται ότι η συνολική οικονομική ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από τη δράση των δύο εγκληματικών οργανώσεων ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Τα κατασχεθέντα χρήματα κατατέθηκαν στο ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ενώ τα κατασχεθέντα ψηφιακά πειστήρια απεστάλησαν για περαιτέρω ανάλυση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, η συμβολή της οποίας στη διερεύνηση και εξιχνίαση της υπόθεσης ήταν καταλυτική. Ειδικότερα, πραγματογνώμονες-εξεταστές ψηφιακών πειστηρίων του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, συμμετείχαν στις επιτόπιες έρευνες, τόσο στις εταιρείες, όσο και σε πρατήρια υγρών καυσίμων, παρέχοντας κρίσιμα στοιχεία στο πλαίσιο των ερευνών. Στις έρευνες εντοπίστηκαν λογισμικά που, μεταξύ άλλων, είχαν τη δυνατότητα παραμετροποίησης των διασυνδεδεμένων αντλιών, «παγώνοντας» τις μετρήσεις, προκειμένου να μην καταγράφονται στο σύστημα εισροών – εκροών. Τα εν λόγω λογισμικά, καθώς και πλήθος ψηφιακών δεδομένων που κατασχέθηκαν, θα αναλυθούν περαιτέρω κατά την εργαστηριακή τους εξέταση. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον αρμόδιο εισαγγελέα.