Η Φιλιππινέζα δημοσιογράφος Μαρία Ρέσα, μία από τις «προσωπικότητες της χρονιάς» του περιοδικού Time που έχει έρθει συχνά σε αντιπαράθεση με τον πρόεδρο της χώρας Ροντρίγκο Ντουτέρτε, αφέθηκε σήμερα ελεύθερη με περιοριστικούς όρους μία ημέρα μετά τη σύλληψή της, η οποία είχε προκαλέσει διεθνή κατακραυγή.
Η 55χρονη Ρέσα, η οποία μέσω του ειδησεογραφικού ιστότοπού της Rappler επικρίνει συχνά τον Φιλιππινέζο πρόεδρο, πέρασε τη νύχτα στη φυλακή μετά τη σύλληψή της στο γραφείο της χθες, η οποία μεταδόθηκε απευθείας από την τηλεόραση. Οργανώσεις προάσπισης της ελευθερίας του Τύπου καταγγέλλουν ότι οι κατηγορίες εναντίον της είναι κατασκευασμένες και έχουν στόχο να εκφοβίσουν όσους αμφισβητούν τις πολιτικές του Ντουτέρτε, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η Ρέσα κατηγορείται για δυσφήμιση, ένα αδίκημα που τιμωρείται με έως και 12 χρόνια κάθειρξη, ενώ στο παρελθόν έχει κατηγορηθεί για φοροδιαφυγή. Το Rappler διεξάγει μάχη ενάντια στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών που έχει ξεκινήσει ο Ντουτέρτε από τότε που εξελέγη πρόεδρος το 2016, ο οποίος πλέον μετρά χιλιάδες νεκρούς.
«Για εμένα πρόκειται για δύο πράγματα: την κατάχρηση εξουσίας και την κατάχρηση της δικαιοσύνης», κατήγγειλε η δημοσιογράφος στα μέσα ενημέρωσης προτού καταθέσει την εγγύηση προκειμένου να αφεθεί ελεύθερη. «Παρακολουθούμε τον αργό θάνατο της δημοκρατίας», πρόσθεσε.
Αυτή είναι η έκτη φορά που η Ρέσα αναγκάζεται να καταβάλει εγγύηση προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκιση για διάφορες καταγγελίες που έχουν γίνει εναντίον της.
Η διεθνής καταδίκη ήταν άμεση μετά τη σύλληψή της. «Η σύλληψη της Μαρία Ρέσα είναι σκανδαλώδης», δήλωσε η Κάθλιν Κάρολ διευθύντρια του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων. «Πρέπει να αφεθεί αμέσως ελεύθερη και η κυβέρνηση των Φιλιππίνων πρέπει να σταματήσει τις επιθέσεις εναντίον του Rappler».
Η Ρέσα κατηγορείται για δυσφήμιση εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε το 2012 στον ιστότοπό της και το οποίο ενημερώθηκε το 2014 και συνέδεε έναν Φιλιππινέζο επιχειρηματία με δολοφονίες, διακίνηση ανθρώπων και λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Το Rappler επικαλούνταν πληροφορίες που περιέχονταν σε μια έκθεση των υπηρεσιών Πληροφοριών από το 2002, χωρίς όμως να αναφέρει ποια υπηρεσία την είχε συντάξει.
Η πρώτη αγωγή του επιχειρηματία εναντίον της Ρέσα απορρίφθηκε το 2007, όμως η υπόθεση αργότερα πήγε στην εισαγγελία.
Ο επιχειρηματίας Ουιλφρέδο Κενγκ δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για την εξέλιξη της υπόθεσης, εξηγώντας ότι ο ιστότοπος «κατέστρεψε τη φήμη μου και έθεσε τη ζωή μου σε κίνδυνο», ενώ ο δικηγόρος του τόνισε πως ο πελάτης του επιθυμεί να καθαρίσει το όνομά του.
Ο Ντουτέρτε δεν έχει κρύψει την ενόχλησή του για τον Rappler, ενώ έχει έρθει συχνά σε αντιπαράθεση με δημοσιογράφους του ιστότοπου. Μάλιστα ο Φιλιππινέζος πρόεδρος έχει υπονοήσει ότι ο Rappler είναι αμερικανικής ιδιοκτησίας και συνδέεται με τη CIA, ενώ τον έχει αποκαλέσει «μέσο αναπαραγωγής ψευδών ειδήσεων» και έχει απαγορεύσει σε έναν δημοσιογράφο του να καλύπτει τις εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει.
Και άλλα μέσα ενημέρωσης των Φιλιππίνων βρίσκονται στο στόχαστρο του Ντουτέρτε, όπως η εφημερίδα Daily Inquirer και το τηλεοπτικό δίκτυο ABS-CBN. Ο πρόεδρος των Φιλιππίνων έχει απειλήσει με αγωγές για φοροδιαφυγή τους ιδιοκτήτες των μέσων αυτών, αλλά και ότι θα εμποδίσει την ανανέωση της άδειας του τηλεοπτικού δικτύου.
Από την πλευρά του ο εκπρόσωπος του Ντουτέρτε τόνισε ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με την αγωγή εναντίον της Ρέσα και ότι ο πρόεδρος δεν ενδιαφέρεται να τιμωρήσει δημοσιογράφους.