Οι συνολικές δαπάνες για τις υπηρεσίες αντικατασκοπίας μειώθηκαν το 2012 για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, έπειτα από την μεγάλη αύξηση των κονδυλίων που είχαν διατεθεί για την ασφάλεια έπειτα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την αντικατασκοπία στις ΗΠΑ (Office of Director of National Intelligence, ODNI) ανακοίνωσε χθες πως το συνολικό κονδύλιο που θα διατεθεί για το Εθνικό Πρόγραμμα Αντικατασκοπίας, το οποίο καλύπτει τις δραστηριότητες της CIA και των άλλων υπηρεσιών που χρησιμοποιούν τεχνολογία αιχμής–όπως το Εθνικό Γραφείο Αναγνωρίσεων (NRO) ανερχόταν στα 53,9 δισεκ. δολάρια για το οικονομικό έτος 2012, το οποίο έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου.
Το ποσό αυτό είναι μειωμένο σε σχέση με τα 54,6 δισεκ. δολάρια που είχαν διατεθεί το οικονομικό έτος 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία από ανακοινώθηκαν από κυβερνητικές πηγές και δημοσιεύονται από την οργάνωση Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων.
Η αρμόδια υπηρεσία ανακοίνωσε σήμερα πως δεν πρόκειται να αποκαλύψει άλλα στοιχεία για το Εθνικό Πρόγραμμα, επικαλούμενη δυνητικούς κινδύνους για την εθνική ασφάλεια.
Επίσης σήμερα, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε πως τα κονδύλια που διατέθηκαν το οικονομικό έτος 2012 για το Πρόγραμμα Στρατιωτικής Αντικατασκοπίας ανήλθαν στα 21,5 δισεκ. δολάρια, κατά πολύ μειωμένο από τα 24 δισεκ. δολάρια που ήταν η χρηματοδότηση για το προηγούμενο έτος.
Οι συνολικές χρηματοδοτήσεις για το Εθνικό και το Στρατιωτικό Πρόγραμμα Αντικατασκοπίας ανήλθαν στα 75,4 δισεκ. δολάρια το 2012, έναντι 78,6 δισεκ. δολάρια το αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος, τονίζει η Ομοσπονδία.
Ο Στίβεν Άφτεργκουντ, ειδικός της ίδιας οργάνωσης, εκτίμησε πως τα στοιχεία αυτά «αντιπροσωπεύουν την πρώτη μείωση» του Εθνικού Προγράμματος Αντικατασκοπίας «έπειτα από πολλά χρόνια». Αλλά εάν αυτά συνδυασθούν και με το Στρατιωτικό Πρόγραμμα, τότε είναι δύο συνεχόμενες οι χρονιές που τα κονδύλια αυτά μειώνονται διαρκώς.
«Οι δαπάνες για την αντικατασκοπία είχαν φτάσει στα ουράνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είχαν αυξηθεί πάνω από το διπλάσιο. Φαίνεται σαν να γινόμαστε μάρτυρες μίας κάμψης τους, μολονότι ακόμη βρίσκονται σε ιστορικά ύψιστα επίπεδα», πρόσθεσε ο Άφτεργκουντ.