Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σήμερα πως είναι έτοιμος να περιμένει όσο χρειαστεί προκειμένου να εξασφαλίσει πέντε δισεκατομμύρια δολάρια από τους φορολογούμενους ώστε να κατασκευάσει τον φράχτη που επιθυμεί στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, μια απαίτηση που έχει οδηγήσει σε μερικό κλείσιμο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης το οποίο διανύει τώρα την πέμπτη ημέρα του.
Ο Τραμπ έκανε τις δηλώσεις αυτές στη διάρκεια μιας αιφνιδιαστικής επίσκεψης στο Ιράκ και επέρριψε την ευθύνη για το κλείσιμο στη Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι, η οποία αναμένεται να εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ στις 3 Ιανουαρίου.
Ο Τραμπ είχε δηλώσει προηγουμένως πως είναι έτοιμος για ένα μακρύ κλείσιμο και όταν ρωτήθηκε σήμερα πόσο πολύ μπορεί να περιμένει προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει είπε: «Ό,τι χρειαστεί».
«Η Νάνσι κάνει κουμάντο», δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, αφήνοντας να εννοηθεί πως η αντίθεσή της στο αίτημά του για τη χρηματοδότηση του φράχτη συνδέεται με την ανάγκη της Πελόζι να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ψήφους προκειμένου να εκλεγεί.
Η εκλογή της Πελόζι στην προεδρία της Βουλής «κλείδωσε» εν πολλοίς πριν από εβδομάδες.
«Ο Αμερικανικός λαός απαιτεί ένα τείχος», δήλωσε ο Τραμπ από την Αεροπορική Βάση Αλ Άσαντ στο Ιράκ.
Στη διάρκεια μιας συνάντησης που μεταδόθηκε απευθείας από την τηλεόραση στις 11 Δεκεμβρίου με την Πελόζι και τον ηγέτη των Δημοκρατικών στη γερουσία Τσακ Σούμερ, ο Τραμπ είχε πει πως θα ήταν «περήφανος να κλείσει την κυβέρνηση για την ασφάλεια των συνόρων», αλλά από τότε έχει αλλάξει στάση και επιρρίπτει την ευθύνη στους Δημοκρατικούς.
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του το 2016 ο Τραμπ υποσχέθηκε επανειλημμένα πως το Μεξικό θα πληρώσει για το τείχος. Όταν το Μεξικό αρνήθηκε κατ΄επανάληψη να το κάνει, άρχισε να επιδιώκει χρηματοδότηση από τους φορολογούμενους των ΗΠΑ για το τείχος, το οποίο θεωρεί πως είναι ζωτικής σημασίας για τον έελγχο της παράνομης μετανάστευσης.
Δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos στα τέλη Νοεμβρίου έδειξε πως η βελτίωση της ασφάλειας των συνόρων είναι μία από τις τρεις μεγαλύτερες προτεραιότητες μόνο για περίπου το 31% των ερωτηθέντων Αμερικανών.