Σαν σήμερα, πριν από δύο χρόνια, απεγκλωβίζονται οι πρώτοι από τους 33 παγιδευμένους εργαζόμενους σε ορυχείο στη βόρεια Χιλή μετά από ένα Γολγοθά 69 ημερών όπου βρίσκονται στα έγκατα της γης, σε βάθος 622 μέτρων. Ο διαδικασία θα διαρκέσει περίπου 48 ώρες.

Όλα ξεκίνησαν όταν στις 5 Αυγούστου 2010, σημειώθηκε μια κατάρρευση σε βάθος 400 μέτρων στο ορυχείο του Σαν Χοσέ με αποτέλεσμα οι 33 άνδρες να εγκλωβιστούν 200 μέτρα χαμηλότερα, μέσα σε μια στοά.

Έμειναν «θαμμένοι» στη στοά αυτή επί 69 ημέρες. Τις πρώτες 17 δεν είχαν καμία επαφή με τον έξω κόσμο, ζούσαν στο μισοσκόταδο τρώγοντας μικρές μερίδες από τα τρόφιμα που είχαν μαζί τους και πίστευαν ότι ήταν καταδικασμένοι. Στις 22 Αυγούστου τα σωστικά συνεργεία τους εντόπισαν και ξεκινάει μια τιτάνεια προσπάθεια για τον απεγκλωβισμό τους που καθήλωσε τον κόσμο ολόκληρο.

Ένα παρατεταμένο ευχαριστώ είπαν οι 33 ανθρακωρύχοι ηλικίας 19 έως 63 ετών, όταν ήταν πλέον ασφαλείς στα χέρια των ανθρώπων που εργάστηκαν πυρετωδώς και μεθοδικά για τη διάσωσή τους.

Ο Πρόεδρος της Χιλής Σεμπαστιάν Πινιέρα αγκάλιαζε έναν προς έναν τους 27 ανθρακωρύχους που παραβρέθηκαν στην τελετή.

Οι 33 ανθρακωρύχοι έχουν πάρει ο καθένας το δρόμο τους. Τα ταξίδια και οι προσκλήσεις των πρώτων μηνών έχουν αραιώσει, η επιταγή των 10.000 δολαρίων που έδωσε στον καθέναν τους ένας επιχειρηματίας ιδιοκτήτης ορυχείων ξοδεύτηκε και όσοι είναι «γεροί» δεν παίρνουν πια επιδόματα ασθενείας. Άλλοι έδωσαν διαλέξεις περιγράφοντας αυτήν την εμπειρία ζωής ενώ ακόμη λιγότεροι, όπως ο Κλαούντιο Ακούνα, 45 ετών, δουλεύουν και πάλι σε ορυχεία. Όμως οι περισσότεροι, δεν έχουν βρει σταθερή δουλειά. Δεκατέσσερις από αυτούς παίρνουν σύνταξη ενώ οι άλλοι πασχίζουν να βρουν δουλειά για να ζήσουν.

Μετά την πρόσκαιρη δόξα, τα χρήματα και τα δώρα που έλαβαν, τίποτα δεν είναι ίδιο για τους 33 Χιλιανούς ανθρακωρύχους. Οι ίδιοι έχουν δηλώσει ότι η ζωή τους είναι πιο δύσκολη από ποτέ. Το ψυχολογικό τραύμα από την εμπειρία που τους έφερε πολύ κοντά στο θάνατο είναι τέτοιο, που δυσκολεύονται να βρουν δουλειά. Κάποιοι αναζήτησαν και βρήκαν διέξοδο στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά, ενώ άλλοι ακόμη διατηρούν ελπίδες για μία καλύτερη ζωή για τους ίδιους αλλά και τα παιδιά τους.