Το διαβόητο πρωτοπαλίκαρο του εξίσου διαβόητου εγκληματικού διδύμου της Αγγλίας, των τρομερών Ρόνι και Ρέτζι Κρέι, ο ίδιος ο Chris Lambrianou, εξομολογείται πώς βρήκε τον Χριστό μέσα στο κελί του.
Και πλέον βοηθά τους βετεράνους του πολέμου να διαχειριστούν το μετατραυματικό στρες τους!
Αφού πέρασε 15 χρόνια στη φυλακή για τον φόνο του Jack McVitie και έδειξε μεταμέλεια για την παλιά του ζωή, ανοίγει πλέον τα χαρτιά του για τα πώς και τα γιατί.
Σήμερα ζει με τη γυναίκα του Helen, τα εφτά παιδιά και τα οχτώ εγγόνια του ως ένας απλός άνθρωπος, αλίμονο όμως, όλοι ξέρουν στην Αγγλία ποιος είναι ο Chris Lambrianou, το πιο έμπιστο πρωτοπαλίκαρο των Κρέι που συνήθιζε να ενσταλάζει φόβο και σεβασμό ακόμα και στους πιο αιμοβόρους κύκλους του λονδρέζικου υποκόσμου.
Η βία και ο εκφοβισμός ήταν εξάλλου ο μόνος τρόπος να ανέβεις στην εγκληματική ιεραρχία του Λονδίνου στη δεκαετία του 1960 και κανείς άλλος δεν είχε βοηθήσει τόσο τους δίδυμους Κρέι να χτίσουν το απαράμιλλο εγκληματικό συνδικάτο τους.
Όταν κατέρρευσαν όλα, ο Lambrianou καταδικάστηκε για την εμπλοκή του στη δολοφονία του Jack «The Hat» McVitie και πέρασε τα επόμενα 15 χρόνια πλάι στους πλέον διαβόητους κακοποιούς της Βρετανίας.
Σήμερα, στα 79 του, είναι ένας θεοσεβούμενος χριστιανός και ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος, έχοντας περάσει 25 χρόνια πλάι σε πρώην φυλακισμένους και εθισμένους σε ουσίες προσπαθώντας να αλλάξει και τις δικές τους ζωές. Πλέον ασχολείται αποκλειστικά με βετεράνους πολέμου του Αφγανιστάν και του Ιράκ και τη δική τους οδύσσεια να αφήσουν πίσω τους τη φρίκη του πολέμου.
Ο Lambrianou, πλάι στον μικρότερο αδερφό του Tony, ο οποίος έφυγε από τον κόσμο το 2004, ήταν μέλη της «Φίρμας», του στενού και περίκλειστου κύκλου των Κρέι, μπαινοβγαίνοντας στα νιάτα του στα αναμορφωτήρια και τις φυλακές, πριν πάρει προαγωγή και ασχοληθεί με διαρρήξεις.
Με τη θηριώδη σιλουέτα του και τους κακούς του τρόπους, είχε ήδη γίνει φόβος και τρόμος στο λονδρέζικο East End πριν τον ανακαλύψουν οι δίδυμοι κακοποιοί και τον μετατρέψουν στον στενότερο συνεργάτη τους. Και μέσω αυτών, έστησε το δικό του εγκληματικό δίκτυο, με πλοκάμια που έφταναν στα μήκη και τα πλάτη της Αγγλίας και ακόμα παραπέρα. Και όπως εξομολογείται, αυτές οι δραστηριότητες δεν σταμάτησαν όταν μπήκε και πάλι στη «στενή»…
Μια μέρα όμως στη φυλακή, συνομιλώντας με έναν από τους πλέον φαρμακερούς εχθρούς των Κρέι, τον εξίσου διαβόητο Charlie Richardson, είδε ένα όραμα που του άλλαξε όπως λέει τη ζωή: «Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και σκέφτηκα για τη φυλακή και για όλους τους ανθρώπους στη φυλακή, τα παιδιά των κρατουμένων, τους γονείς, τις γυναίκες και τις οικογένειες των φυλακισμένων. Και μετά άρχισα να σκέφτομαι τη δική μου ζωή, πώς μου είχαν δώσει έναν κήπο ως παιδί και όσο μεγάλωνα πήγαινα στον κήπο και ξερίζωνα όλα τα φυτά, όλα τα δέντρα, καταστρέφοντάς τα όλα».
«Αυτοί ήταν όλοι οι καλοί άνθρωποι που προσπάθησαν να με βοηθήσουν, που με νοιάζονταν. Κατέστρεψα τις σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους όπως κατέστρεψα τον κήπο. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου και τότε είδα μια φιγούρα στο κελί μου με δυο άλλους. Ήταν ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα, αδιάβροχο, πουκάμισο και γραβάτα, μακριά μαύρα μαλλιά. Τον ρώτησα ‘‘πώς μπορώ να το κάνω αυτό σωστά, πώς μπορώ να σώσω την τραγωδία της ζωής μου;’’ και μου είπε ‘‘ακολούθησέ με’’ και αυτό προσπαθώ έκτοτε να κάνω. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Ιησούς».
Όταν βγήκε μάλιστα από τη φυλακή ο πειρασμός συνέχισε να τον ακολουθεί, καθώς του τηλεφώνησε αμέσως ο Τσάρλι Κρέι και τον καλούσε πίσω στην παλιά του ζωή στο Λονδίνο. Και όπως ήταν φυσικό, η απόφασή του να απέχει εξόργισε πολλούς ανθρώπους και το «όχι» μόνο εύκολα δεν έγινε δεκτό.
Αυτή η πνευματική μεταστροφή έγινε στο πλαίσιο της ισόβιας κάθειρξης που είχε φάει, από την οποία εξέτισε το ελάχιστο των 15 ετών, για την εμπλοκή του στο φονικό του 1967. Μόνο που αντιθέτως με άλλα μέλη της «Φίρμας», ο Lambrianou κράτησε πάντα το στόμα του κλειστό και δεν πρόδωσε ποτέ κανέναν.
Αποφυλακίστηκε το 1983 από τις φυλακές του Μπέρμιγχαμ και εργάστηκε ως οικοδόμος για πολύ καιρό, πριν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την εμπειρία του για το κοινό καλό. Και, ως ειρωνεία της τύχης, ασκεί το φιλανθρωπικό του έργο πλάι σε έναν παλιό ντετέκτιβ της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου. Καθώς πλέον τους συνδέουν περισσότερα απ’ όσα ενδεχομένως θα τους χώριζαν υπό άλλες συνθήκες…