Από αύριο πρόκειται να γίνουν αισθητές, στην Ιταλία, οι πρώτες μειώσεις στις απολαβές των μισθωτών, λόγω των έκτακτων οικονομικών μέτρων που έχει λάβει η κυβέρνηση του Μάριο Μόντι.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται να αυξηθεί ο φόρος με τον οποίο ενισχύονται τα ταμεία της κάθε περιφέρειας της χώρας. Σε ετήσια βάση, οι μισθωτοί με μηνιαίες απολαβές μέχρι 1.200 ευρώ, θα πρέπει να καταβάλλουν 51 ευρώ, 73 ευρώ οι ιταλοί με μισθό που αγγίζει τα 1.700 ευρώ, και 137 ευρώ για όποιον κερδίζει μέχρι 3.200 ευρώ το μήνα.
Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον Τύπο, η ιταλική τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να εξασφαλίσει μέχρι δυο δισεκατομμύρια διακόσια εκατομμύρια ευρώ και να καταφέρει να καλύψει τις πάγιες ανάγκες του τομέα της υγείας, μετά τις πρόσφατες περικοπές των χρηματοδοτήσεων από την κεντρική κυβέρνηση της Ρώμης.
Από την παρακράτηση του φόρου εξαιρούνται μόνον όσοι εργαζόμενοι κερδίζουν μέχρι 8.030 ευρώ το χρόνο και οι συνταξιούχοι με ετήσια έσοδα που δεν ξεπερνούν τα 7.500 ευρώ.
Από τον ερχόμενο Ιούνιο, δε, θα τεθεί σε ισχύ και ο νόμος που φορολογεί εκ νέου και τα σπίτια που χρησιμοποιούνται για ιδιοκατοίκηση. Η δημόσια τηλεόραση Rai Tre, τονίζει σήμερα, σε ρεπορτάζ της, ότι «το συγκεκριμένο μέτρο περιέχει έναν τραγικό εμπαιγμό για τους ηλικιωμένους: όσοι ζουν σε οίκους ευγηρίας και διαθέτουν ένα σπίτι ιδιοκτησίας, θα πρέπει να καταβάλλουν φόρο πολύ υψηλότερο, από εκείνους που, παρά την μοναξιά και τις οικονομικές δυσκολίες, καταφέρνουν, ακόμη, να μην εγκαταλείπουν το σπίτι τους». Αυτό, διότι ο ιταλικός νόμος προβλέπει ότι το «πρώτο ιδιόκτητο σπίτι» (για το οποίο η φορολόγηση παραμένει πιο περιορισμένη) πρέπει να συμπίπτει με τον πραγματικό, φυσικό, τόπο κατοικίας του ιδιοκτήτη.
Σε ότι αφορά, τέλος, τη μεταρρύθμιση της αγοράς της εργασίας που η ιταλική κυβέρνηση δημοσιοποίησε την περασμένη Παρασκευή, ο πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι-ο οποίος ξεκίνησε περιοδεία στην Ασία-δήλωσε:
«Αισθάνομαι το βάρος δύσκολων αποφάσεων που οφείλονται στο ότι η κατάσταση, στην Ιταλία, δεν ήταν εύκολη. Προσπαθήσαμε, όμως, όταν καθορίσαμε ποιες θυσίες αναλογούν στον καθένα, να είμαστε δίκαιοι».
Η δε υπουργός εργασίας, Έλσα Φορνέρο, συμπλήρωσε, σχετικά, ότι «στην βουλή θα μπορέσουν, ασφαλώς, να γίνουν κάποιες αλλαγές. Πρόκειται, όμως, για μια μεταρρύθμιση σοβαρή και ισορροπημένη και η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί να την μετατρέψουν, κάποιοι, σε κιμά».
Όλοι οι κύριοι ιθύνοντες του κεντροαριστερού «Δημοκρατικού Κόμματος», πάντως, κατέστησαν σαφές ότι πρόκειται να ζητήσουν τροποποιήσεις που θα περιορίζουν τη δυνατότητα των εργοδοτών να απολύουν με παροχή απλής χρηματικής αποζημίωσης και οι οποίες θα πρέπει, παράλληλα, να ενισχύουν τον ρόλο των δικαστών, με μεγαλύτερο δικαίωμα να εκδίδουν αποφάσεις υπέρ της επαναπρόσληψης των εργαζομένων.